10-09-2013
Τρίτη, 10 Σεπτεμβρίου 2013
Η αρχή του τέλους της G20 έγινε στην Αγία Πετρούπολη;
Η «οικονομική ατζέντα» δεν αγγίχτηκε επί της ουσίας. Η πολιτική, όμως, και κυρίως η κρίση στη Συρία, είχε την τιμητική της. Σε πολύ υψηλούς τόνους μάλιστα, όπως όταν ο Πούτιν –εμμέσως πλην σαφέστατα- αποκάλεσε τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, «ψεύτη».
Την προηγούμενη εβδομάδα η Σύνοδος Κορυφής των χωρών- μελών της Ομάδας των Είκοσι (G2)0) στην Αγία Πετρούπολη προκάλεσε μεγαλύτερο παγκόσμιο ενδιαφέρον από το αναμενόμενο, κυρίως λόγω της όξυνσης της κατάστασης στη Συρία. Και, παρ’ ότι εκτιμάτο ότι η Ρωσία θα δυσανασχετούσε επειδή η «πολιτική ατζέντα» παραγκώνισε την «οικονομική ατζέντα» της Συνόδου, που τόσο σχολαστικά είχε προετοιμάσει η Ρωσία, ως οικοδεσπότης, μάλλον συνέβη το αντίθετο. Αλλωστε, το ύφος του ρώσου προέδρου κάθε άλλο παρά στενοχώρια έδειχνε.
Οσον αφορά τις τοποθετήσεις Πούτιν στο φλέγον θέμα της Συρίας, τόσο τις παραμονές όσο και στη διάρκεια της Συνόδου, ο Ρώσος πρόεδρος ύψωσε θεαματικά τους τόνους, κατηγορώντας ευθέως τις ΗΠΑ για την σχεδιαζόμενη στρατιωτική επέμβαση κατά του καθεστώτος Άσαντ. Ενδεικτικό ήταν το σχόλιό του για τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, για τον οποίο είπε ότι «ψεύδεται, και το γνωρίζει ότι ψεύδεται». Μια βαρύτατη δήλωση, την οποία έκανε ο Β.Πούτιν, όταν η αμερικανική πλευρά διέρρευσε την «πληροφορία» ότι η Ρωσία θα παράσχει πιθανώς τη στήριξή της σε στρατιωτικά πλήγματα εναντίον της Συρίας, εφόσον κατατεθούν πειστικές αποδείξεις για ενοχή του Άσαντ σχετικά με την τελευταία πολύνεκρη επίθεση με χημικά όπλα στη Συρία.
Η συγκεκριμένη στάση και το ύφος του Πούτιν, πρόσθεσαν μερικές νέες πινελιές στην αρκετά γνώριμη στη Δύση εικόνα του Ρώσου προέδρου, ως ενός οξύ στη γλώσσα ηγέτη, ο οποίος έχει έναν αδιαμφισβήτητο προσανατολισμό προς την προστασία των εθνικών συμφερόντων, αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστή και πρόθυμο για συμβιβασμούς. Ωστόσο, όσο άνετα και αν αισθανόταν ο Πούτιν ως οικοδεσπότης της Συνόδου, και όσο επιτυχείς κι αν ήταν οι κατηγορίες του κατά της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα η οποία έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο, στους παρατηρητές δεν θα μπορούσε να μην σχηματιστεί η εντύπωση ότι η G20, που τα τελευταία δυο χρόνια είχε δημιουργήσει πολλές ελπίδες ως ένα θετικό σχήμα διεθνούς διαλόγου, μετατρέπεται σε έναν ακόμη «άνευ νοήματος φορέα», όπου η εικόνα υπερισχύει του περιεχομένου.
Δεν ασχολήθηκαν με την οικονομική κρίση
Εξωτερικά, όλα έδειχναν πολύ καλά. Μάλιστα, στη διακήρυξη της Αγίας Πετρούπολης οι μετέχοντες συμπεριέλαβαν αρκετές σημαντικές κατευθύνσεις κοινής δράσης με σκοπό την επίλυση των παγκόσμιων οικονομικών προβλημάτων. Όμως, οι περιστάσεις υπό τις οποίες διεξήχθη η συνάντηση της G20, δεν προσέδωσαν καμία βεβαιότητα για την υλοποίηση των στόχων αυτών.
Μπορεί να αποτελεί σύμπτωση, αλλά τα περασμένα «χρυσά χρόνια» της G20 συνέπεσαν με την «επανεκκίνηση» των ρωσοαμερικανικών σχέσεων, όσο κι αν επικρίθηκε ως ελλιπής και αναποτελεσματική. Η ατμόσφαιρα της -έστω περιορισμένης- εμπιστοσύνης, και της πρόθεσης συνεργασίας που προέκυψε μεταξύ Ομπάμα και Μεντβέντιεφ, σε συνδυασμό με την απειλή για παγκόσμια χρηματοπιστωτική κατάρρευση, επέτρεψαν το διάστημα 2009-2011, όχι μόνο να συμφωνηθούν κοινές δράσεις στο πλαίσιο των Είκοσι, αλλά και να διασφαλιστεί η τήρηση των συμφωνιών που είχαν επιτευχθεί.
Σχετικά:
Θα ήταν μεγάλη υπερβολή ίσως, να ισχυριστεί κανείς ότι η επιτυχία της G20, που περιλαμβάνει τις είκοσι πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη, εξαρτάται μόνο από τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον και συνδέεται με το momentum στο οποίο βρίσκονται οι ρωσοαμερικανικές σχέσεις. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υποτιμάται αυτός ο πολύ σημαντικός παράγοντας. Η G20 προσπαθεί σήμερα να διεκδικήσει το ρόλο ενός νέου σημαντικού κόμβου στο σύστημα της παγκόσμιας διακυβέρνησης, ενός φορέα που θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Όπως έδειξε η ρωσική προεδρία στον Οργανισμό αυτό, η Μόσχα εκλαμβάνει την G20 με σοβαρότητα και είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει ένα νέο μηχανισμό για την επίλυση των πολλών και διαφόρων ζητημάτων.
Ωστόσο, η συγκυρία που επέβαλε τη συριακή κρίση πάνω από την οικονομική ατζέντα, κατέδειξε παράλληλα ότι η επιτυχία της G20 είναι ελάχιστα πιθανή. Και η αιτία είναι το βαθύ πολιτικό χάσμα μεταξύ των μελών της. Πόσο μάλλον, αφού η υλοποίηση των στόχων που έχουν εκπονηθεί στο πλαίσιο της G20, επαφίεται στην καλή πρόθεση των εμπλεκόμενων κυβερνήσεων. Να σημειωθεί πάντως, ότι οι φωνές που ακούστηκαν υπέρ και κατά της επίθεσης στη Συρία μοιράστηκαν περίπου ισομερώς. Από τη μεριά της, η Ρωσία ηγήθηκε ξεκάθαρα της τάσης ενάντια στα επιθετικά σχέδια της κυβέρνησης Ομπάμα. Ακόμη και η Κίνα, η οποία διαθέτει και αυτή το δικαίωμα άσκησης βέτο στο ΣΑ του ΟΗΕ, όπως και η Ρωσία, προτίμησε να μην προβάλλει τα δικά της επιχειρήματα και απλώς συμφώνησε με τις θέσεις Πούτιν.
Αντιαμερικανισμός και στο βάθος επανεκκίνηση
Θα έπρεπε οι Ρώσοι να είναι χαρούμενοι με αυτή την εξέλιξη; Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν είναι εύκολη. Η αποτελεσματική εναντίωση απέναντι στις ΗΠΑ αυξάνει το κύρος της Ρωσίας και του προέδρου της στα μάτια πολλών ανθρώπων. Για ένα αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας, η προβολή της εικόνας της Ρωσίας ως μιας υπερδύναμης, έστω και μόνο σε φραστικό επίπεδο, αποτελεί ένα ιδιότυπο «ψυχολογικό ντοπάρισμα» που είναι απαραίτητο για να ξεπεραστεί η μελαγχολία για το χαμένο μεγαλείο. Και ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος κατ’ επανάληψη έχει ξυπνήσει τα αντανακλαστικά της νοσταλγίας για τη σοβιετική εποχή, εκτελεί πρόθυμα τα καθήκοντα ψυχοθεραπευτή για εκείνους τους ψηφοφόρους που νοσταλγούν την «Αυτοκρατορία».
Όπως και κάθε ναρκωτικό, ωστόσο, έτσι και αυτός ο αυτοκρατορικού τύπου αντιαμερικανισμός έχει το τίμημά του και μπορεί να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στην G20. Η επιτυχία της G20, για την οποία πειστήκαμε στην Αγία Πετρούπολη ότι ενδιαφέρεται πολύ η Ρωσία, μπορεί να καταστεί ένα από τα θύματα της υπέρμετρης αφοσίωσης στη συγκρουσιακή ρητορική.
Παρότι τους τελευταίους μήνες γίναμε επανειλημμένα μάρτυρες του ότι η Μόσχα κλίνει στις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον σε συγκρουσιακά σενάρια, η ανάγκη για συνεργασία στα θέματα της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης μπορεί -υπό ευνοϊκές συγκυρίες- να αποτελέσει την αφορμή για αλλαγή του προτύπου των σχέσεων που έχει διαμορφωθεί. Κάποιες ελπίδες δημιουργεί το γεγονός ότι σχεδόν ταυτόχρονα με το νέο κύμα σκληρής κριτικής με αποδέκτη τις ΗΠΑ, από το Κρεμλίνο ήχησαν και κάποιες φωνές για την υποθετική δυνατότητα μιας νέας επανεκκίνησης στις σχέσεις Ρωσίας και ΗΠΑ. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό συνέβη τις ημέρες των εργασιών της συνόδου της G20.
Ο Ιβάν Τσβετκόφ είναι καθηγητής της έδρας αμερικανικών σπουδών της Σχολής Διεθνών Σχέσεων του Κρατικού Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης. Είναι ειδικός στον τομέα της ιστορικής επιστήμης και της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής, καθώς και στις ρωσοαμερικανικές σχέσεις. Από το 2003 είναι δημιουργός και διαχειριστής της επιμορφωτικής ιστοσελίδας «Η ιστορία των ΗΠΑ: Εκπαιδευτικό υλικό» (http://ushistory.ru).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου