Φθινόπωρο χωρίς εσένα...
Πάντα αγαπούσε το φθινόπωρο. Της έδινε την αίσθηση ότι ταιριάζει με τη μελαγχολία, που είχε το βλέμμα της.
Αυτός ο υγρός καιρός που ενώ δεν κάνει κρύο, ξέρεις καλά ότι δεν είναι καλοκαίρι, ακόμα κι αν έχεις χάσει την αίσθηση του χρόνου, δίνει το προμήνυμα του χειμώνα λες και σε παίρνει από το χέρι σιγά - σιγά για να σε πάει στο ψυχρό του κατώφλι...
Αυτός ο υγρός καιρός που ενώ δεν κάνει κρύο, ξέρεις καλά ότι δεν είναι καλοκαίρι, ακόμα κι αν έχεις χάσει την αίσθηση του χρόνου, δίνει το προμήνυμα του χειμώνα λες και σε παίρνει από το χέρι σιγά - σιγά για να σε πάει στο ψυχρό του κατώφλι...
Κοίταξε έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. Φαινόταν μεγάλο κομμάτι του κήπου και πολλά δέντρα του δρόμου, που είχαν ήδη φορέσει την καινούργια φορεσιά τους. Τα χρώματα, μαγικά. Λες και πέταξε κάποιος μια φούχτα χάλκινο χρώμα δεξιά κι αριστερά στα φυλλώματα... αλλού πήγε περισσότερο, αλλού λιγότερο, αλλού είχε παραμείνει πράσινο σαν να μην έφτασε για κει...
Αχ και να ήταν εδώ! σκέφτηκε... πόσο την αγαπούσε κι εκείνη, αυτή την εποχή του χρόνου!..
Της έλειπε η κόρη της και κάθε φθινόπωρο της έλειπε λίγο περισσότερο. Οι σπουδές της στάθηκαν ικανές να τις χωρίσουν και δεν ήταν λίγες οι φορές, που ευχόταν να μην είναι για πάντα!
Για πάντα!... Πόσο βαρύγδουπη έκφραση της φαινόταν αυτό το "για πάντα" πολλές φορές. Κι άλλες πάλι το έτρεμε!...
Δεν ήταν από τις συνηθισμένες μαμάδες, που θέλουν τα παιδιά τους πάντα κοντά τους, που τρέχουν να τους φορέσουν ζακέτα κάθε φορά που φυσά λίγο παραπάνω αεράκι ή που κάθε τόσο θα ρωτήσουν το κλασσικό, "έφαγες;". Από την πρώτη στιγμή που την κράτησε στα χέρια της, αποφάσισε πως αυτό το παιδί πρέπει να μεγαλώσει χτίζοντας τη δική του προσωπικότητα και να ζήσει τη δική του ζωή, όχι τα "θέλω" και τα όνειρα της μαμάς και του μπαμπά. Την έμαθε να πιστεύει στον εαυτό της, να κάνει όνειρα και να τα κυνηγά!
Δεκαοχτώ χρόνια έστηνε τις φτερούγες στη ράχη του παιδιού της, φτερό - φτερό, για να έρθει η ώρα να τις χρησιμοποιήσει και να πετάξει, πραγματοποιώντας κάθε σχέδιο που θα έβαζε στο νού του, το κορίτσι της.
Όταν πια ήρθε η ενηλικίωση της είπε: "Έχεις δυο ατσάλινα φτερά και δυο γονείς που πιστεύουν σε σένα και τις επιλογές σου. Πέτα και μη φοβάσαι!". Και η μικρή το έκανε, κάνοντας τους περήφανους, για τη θέληση και την αποφασιστικότητά της.
Η φωλιά όμως, το σπιτικό της, είχε αδειάσει κι αυτό, κάθε φθινόπωρο, το ένιωθε πιο έντονα. Της έλειπαν οι βόλτες τους, τα κλαδιά, που μάζευαν, με φύλλα σ' όλα αυτά τα υπέροχα χρώματα του φθινοπώρου, τα Κυριακάτικα μεσημέρια που έτρωγαν όλοι μαζί, η ζεστή σοκολάτα που έπιναν συζητώντας και φιλοσοφώντας τα απογεύματα. Μάλωνε τον εαυτό της για τις σκέψεις αυτές συχνά, μα κάποιες φορές άφηνε κι ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της...
Πήρε στα χέρια της το τηλέφωνο κι έκανε να σχηματίσει τον αριθμό, μα το άφησε πάλι στην άκρη... "δεν έχει χρόνο για κουβέντες", σκέφτηκε. "Μάθημα δίνει, διαβάζει! Οι δικοί μου συναισθηματισμοί της λείπουν τώρα, για να αποσυντονιστεί!"...
Παράτησε το τηλέφωνο δίπλα στην κούπα με τον καφέ και ανέβηκε στο δωμάτιο της μικρής. Κάθισε στο κρεββάτι της, άγγιξε τις φωτογραφίες της, πήρε αγκαλιά τον αγαπημένο της αρκούδο... "Να είναι καλά, το παιδάκι μου" σκέφτηκε "κι ας είναι μακριά".
Ξαφνικά, το γάβγισμα του σκύλου την έβγαλε από τις σκέψεις. Ήταν αλλιώτικο, επιτακτικό, χαρούμενο θα έλεγες. Πριν προλάβει να κατέβει τη σκάλα, ο σκύλος κουνώντας την ουρά είχε ορμήσει μέσα στο δωμάτιο και την παρακινούσε να κατέβει κάτω.
"Εντάξει έρχομαι, έρχομαι, μη χαλάς τον κόσμο!" είπε χαμογελώντας και βγήκε. Την ώρα που άνοιξε την πόρτα για να βγει στην αυλή, να δει τι συνταρακτικό συμβαίνει και ο μαλλιαρός φιλαράκος της έκανε σαν τρελός, αντίκρισε την κόρη της με ένα πλατύ χαμόγελο να της λέει: "Έκπληξη μαμά, τάξε μου! Πήρα πτυχίο!!!"
"Μα, πώς;... Θέλω να πω, ήξερα ότι έχεις ένα μάθημα ακόμα και ότι θα το έδινες τώρα. Πώς έγινε;"...
"Απλό μαμά, ήταν όλα ένα μικρό καταχθόνιο σχέδιο, για να σας κάνω έκπληξη! Δε χαίρεσαι:"...
Αν χαιρόταν!... Περιττό και να ειπωθεί ακόμα. Το πλατύ χαμόγελο μιλούσε πολύ εύγλωττα και η σφιχτή αγκαλιά, άλλο τόσο!
"Λοιπόν, τι λες μαμά, θα κάνουμε τη φθινοπωρινή μας βόλτα ή άργησα πολύ;"...
Αντί για άλλη απάντηση πήρε τα κλειδιά και την αλυσίδα του σκύλου και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Πιασμένες χέρι χέρι, όπως όταν ήταν μικρούλα, βγήκαν στο δρόμο συζητώντας δυνατά και χαρούμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου