Μετά από επτά χρόνια αιχμαλωσίας και καταναγκαστικών έργων στην Αλβανία οι Έλληνες φιλούν το χώμα της πατρίδας μετά την απελευθέρωση τους. Αυτή είναι η άγνωστη ιστορία τους
Μία από τις πιο άγνωστες και μαύρες ιστορίες του εμφυλίου είναι το κεφάλαιο που έκλεισε ακριβώς επτά χρόνια μετά την ολοκλήρωση του. Αφορά τις συνθήκες σκλαβιάς που έζησαν οι όμηροι που πήραν μαζί τους κατά την άτακτη υποχώρηση τους στην Αλβανία μετά την ήττα στον Γράμμο οι δυνάμεις του ΔΣΕ. Ένα μείγμα από αιχμαλώτους του τακτικού στρατού, ανδρών και γυναικών από γύρω χωριά αλλά και ανθρώπων που ακολούθησαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και πίστεψαν ότι στην γειτονική χώρα θα ζήσουν την ζωή που ονειρεύτηκαν σε μία σοσιαλιστική χώρα και τελικά αναγκάστηκαν να δουλεύουν κάτω από άθλιες συνθήκες σχεδόν σαν αιχμάλωτοι πολέμου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Πριν μπει το καλοκαίρι του 1949 και γείρει οριστικά η πλάστιγγα υπέρ του τακτικού στρατού ο Δημοκρατικός Στρατός (ΔΣ) είχε καταφέρει καίρια πλήγματα κυρίως στην 75η ταξιαρχία όπου πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες που προκάλεσε κατάφερε να αιχμαλωτίσει τόσο αξιωματικούς όσο και οπλίτες του Ελληνικού Στρατού. Προσπάθησε να τους εντάξει στις δυνάμεις του ΔΣΕ – ανεπιτυχώς, καθώς οι τελευταίοι γνώριζαν ότι ουσιαστικά ο πόλεμος είχε κριθεί – παρέμεναν όμως αιχμάλωτοι και ακολουθούσαν τις κινήσεις του ΔΣ στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και την Ηπείρου.
Μετά την κατάρρευση του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949, οι αντάρτες περνούσαν στην Αλβανία και εκεί κατέθεταν τον οπλισμό τους στους Αλβανούς. Στην σύγχυση της υποχώρησης όσοι από τους αιχμαλώτους μπόρεσαν κατέφυγαν στον ΕΣ πολλοί όμως ακολούθησαν τους αντάρτες στην γειτονική χώρα και εγκλωβίστηκαν εκεί.
Οι μαχητές του ΔΣΕ στις επόμενες εβδομάδες που ακολούθησαν μοιράστηκαν στα κράτη του Ανατολικού μπλοκ, κανένα όμως ανατολικό κράτος δεν ήθελε να πάρει τους αιχμαλώτους που πέρασαν στην Αλβανία για να μη δημιουργηθούν διπλωματικές προστριβές με την Ελλάδα, έτσι οι αιχμάλωτοι αυτοί έμειναν στην Αλβανία, αιχμάλωτοι ενός στρατού (του ΔΣΕ) που πλέον δεν υπήρχε.
Οι μαρτυρίες Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο νεαρός τότε γιατρός – και μετέπειτα γνωστός χειρούργος στην Αθήνα – Νικήτας Αγαπητίδης ο οποίος κατέγραψε ψύχραιμα δεκαετίες αργότερα την εμπειρία του στο βιβλίο «Το Χρονικό της Αιχμαλωσίας (1949 – 1956). Εθελοντής οπλίτης από τα Δωδεκάνησα θα πιαστεί αιχμάλωτος από τους αντάρτες έξω από την Πυρσόγιαννη, την ώρα που χειρουργούσε. Θα τους ακολουθήσει έως τα τέλη Αυγούστου και θα περάσει «μέσα», όπως αποκαλούνταν η Αλβανία, μετά την τελική εκκαθάριση. Εκεί, αρχικά θα φιλοξενηθεί αρχικά σε ένα νοσοκομείο ανταρτών στην Κορυτσά και στην συνέχεια πιστεύοντας η τύχη τους θα περάσει στα χέρια των Αλβανών. Όπως αφηγείται αρχικά θεωρούσαν την συγκεκριμένη εξέλιξη θετική καθώς πίστευαν ότι πλέον είχαν να κάνουν με ένα κράτος μέλος του ΟΗΕ το οποίο μέσα από τις τυπικές διαδικασίες θα φρόντιζε για τον επαναπατρισμό τόσο τον δικό του όσο και των εκατοντάδων άλλων που βρέθηκαν στην ίδια δυσχερή θέση.
Στο βιβλίο αναφέρονται οι άθλιες συνθήκες κράτησης τους σε στρατόπεδα συγκεντρώσεων χωρίς τις ελάχιστες συνθήκες υγιεινής και τις μηδαμινές μερίδες φαγητού καθώς και την εξοντωτική εργασία από την ανατολή έως την δύση του ήλιου που οδήγησε αρκετούς συμπατριώτες μας στον θάνατο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά υπήρχαν περιπτώσεις όπου «τους κρατούμενους, εκτός από τις τιμωρίες, τους στέλνουν να κάνουν και βαριές δουλειές , πολλές φορές άσκοπες. Τους βάζουν να μπουν σε βάλτους για να κόψουν βούρλα, άλλα οι βάλτοι είναι γεμάτοι βδέλλες και σε λίγο από τα πόδια τους αρχίζουν να τρέχουν από πολλά σημεία αιματα. Το αίμα δεν σταματάει και οι κρατούμενοι σοφίζονται τους κόσμου τους τρόπους για να το σταματήσουν».
Γίνονται αναφορές για προσπάθειες απόδρασης, οι οποίες μεταφράστηκαν σε αρκετά χρόνια φυλάκισης, για σαδιστές επικεφαλής οι οποίοι τους αντιμετώπιζαν ως «σαμποτέρ στο όραμα του σοσιαλισμού» και άλλες κωμικοτραγικές ιστορίες. Και όλα αυτά με τα χρόνια να περνούν να αλλάζουν στρατόπεδα και εργασίες (γεωργικές, διάνοιξη δρόμων, αποστραγγιστικά, οικοδομικά κ.α.) χωρίς να υπάρχει φως στον ορίζοντα.
Η ελληνική πλευρά δεν επιθυμούσε να ανοίξει διάλογο με την Αλβανία – με την οποία να μην ξεχνάμε ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση και αμφισβητούσε την εδαφική της υπόσταση – αλλά ταυτόχρονα φοβόταν να αγγίξει το θέμα άμεσα αν δεν ξεκαθάριζε την «εθνικοφροσύνη» των συμπολιτών μας που επέστρεφαν.
Το 1956 βρέθηκε τελικά μία φόρμουλα επαναπατρισμού με το σόφιμα ότι εισήλθαν παράνομα στο έδαφος της Αλβανίας και ως τέτοιους οι Αλβανοί τους απέλασαν.
Η επιστροφή Τον Αύγουστο του 1956 η Ελλάδα θα στείλει στο λιμάνι του Δυρραχίου το πλοίο «Αλιάκμων» να παραλάβει 217 αιχμαλώτους από ένα σύνολο που ξεπερνούσε τους 500. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη φουρνιά που είχαν «λευκό μητρώο πολιτικών φρονημάτων» και οι οποίοι μεταφέρθηκαν στον Πειραιά στις 24 Αυγούστου 1956 από όπου και η κεντρική φωτογραφία με τους απελευθερωθέντες αιχμάλωτους να φιλούν το ελληνικό έδαφος με το που έδεσε το «Αλιάκμων».
Το επόμενο διάστημα υπήρξε απελευθέρωση και άλλων μικρότερων ομάδων. Τι έγιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μετά; Οργανώθηκαν σε ένα σύλλογο επαναπατρισθέντων, "Η Ανάσταση" με σκοπό να τύχουν μίας χαμηλή αποζημίωση ώστε να ξεκινήσουν ξανά την ζωή τους. Η μόνη βοήθεια που έτυχαν ήταν 300 δραχμές από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και μία ...κουβέρτα από το Κράτος. Αντίστοιχα οι στρατιώτες που είχαν αιχμαλωτισθεί απόζημίωθηκαν με 20 δραχμές και οι αξιωματικοί με 1.200.
"Ούτε μία ηθική επβράβευση για ορισμένους που δεινοπάθησαν, δεν κατορθώθηκε... Η Πατρίδα φάνηκε πολύ φειδωλή. Έδωσε μόνο το δικαίωμα σε όλους όσουν ήσαν άρρωστοι ή ανάπηροι να παρουσιαστούν σε Επιτροπές για να νοσηλευτούν ή να συνταξιοδοτηθούν. Πράγμα βέβαια που έγινε. Στους 'υγιείς', για τα τόσα χρόνια, μόνο ο μισθός των δεκαπέντε ημερών από τον επαναπατρισμό μέχρι την απόλυση. Τίποτ' άλλο".
Διαβάστε όλο το βιβλίο του Νικήτα Αγαπητίδη Το χρονικό μιας αιχμαλωσίας
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Μία από τις πιο άγνωστες και μαύρες ιστορίες του εμφυλίου είναι το κεφάλαιο που έκλεισε ακριβώς επτά χρόνια μετά την ολοκλήρωση του. Αφορά τις συνθήκες σκλαβιάς που έζησαν οι όμηροι που πήραν μαζί τους κατά την άτακτη υποχώρηση τους στην Αλβανία μετά την ήττα στον Γράμμο οι δυνάμεις του ΔΣΕ. Ένα μείγμα από αιχμαλώτους του τακτικού στρατού, ανδρών και γυναικών από γύρω χωριά αλλά και ανθρώπων που ακολούθησαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και πίστεψαν ότι στην γειτονική χώρα θα ζήσουν την ζωή που ονειρεύτηκαν σε μία σοσιαλιστική χώρα και τελικά αναγκάστηκαν να δουλεύουν κάτω από άθλιες συνθήκες σχεδόν σαν αιχμάλωτοι πολέμου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Πριν μπει το καλοκαίρι του 1949 και γείρει οριστικά η πλάστιγγα υπέρ του τακτικού στρατού ο Δημοκρατικός Στρατός (ΔΣ) είχε καταφέρει καίρια πλήγματα κυρίως στην 75η ταξιαρχία όπου πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες που προκάλεσε κατάφερε να αιχμαλωτίσει τόσο αξιωματικούς όσο και οπλίτες του Ελληνικού Στρατού. Προσπάθησε να τους εντάξει στις δυνάμεις του ΔΣΕ – ανεπιτυχώς, καθώς οι τελευταίοι γνώριζαν ότι ουσιαστικά ο πόλεμος είχε κριθεί – παρέμεναν όμως αιχμάλωτοι και ακολουθούσαν τις κινήσεις του ΔΣ στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και την Ηπείρου.
Μετά την κατάρρευση του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949, οι αντάρτες περνούσαν στην Αλβανία και εκεί κατέθεταν τον οπλισμό τους στους Αλβανούς. Στην σύγχυση της υποχώρησης όσοι από τους αιχμαλώτους μπόρεσαν κατέφυγαν στον ΕΣ πολλοί όμως ακολούθησαν τους αντάρτες στην γειτονική χώρα και εγκλωβίστηκαν εκεί.
Οι μαχητές του ΔΣΕ στις επόμενες εβδομάδες που ακολούθησαν μοιράστηκαν στα κράτη του Ανατολικού μπλοκ, κανένα όμως ανατολικό κράτος δεν ήθελε να πάρει τους αιχμαλώτους που πέρασαν στην Αλβανία για να μη δημιουργηθούν διπλωματικές προστριβές με την Ελλάδα, έτσι οι αιχμάλωτοι αυτοί έμειναν στην Αλβανία, αιχμάλωτοι ενός στρατού (του ΔΣΕ) που πλέον δεν υπήρχε.
Οι μαρτυρίες Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο νεαρός τότε γιατρός – και μετέπειτα γνωστός χειρούργος στην Αθήνα – Νικήτας Αγαπητίδης ο οποίος κατέγραψε ψύχραιμα δεκαετίες αργότερα την εμπειρία του στο βιβλίο «Το Χρονικό της Αιχμαλωσίας (1949 – 1956). Εθελοντής οπλίτης από τα Δωδεκάνησα θα πιαστεί αιχμάλωτος από τους αντάρτες έξω από την Πυρσόγιαννη, την ώρα που χειρουργούσε. Θα τους ακολουθήσει έως τα τέλη Αυγούστου και θα περάσει «μέσα», όπως αποκαλούνταν η Αλβανία, μετά την τελική εκκαθάριση. Εκεί, αρχικά θα φιλοξενηθεί αρχικά σε ένα νοσοκομείο ανταρτών στην Κορυτσά και στην συνέχεια πιστεύοντας η τύχη τους θα περάσει στα χέρια των Αλβανών. Όπως αφηγείται αρχικά θεωρούσαν την συγκεκριμένη εξέλιξη θετική καθώς πίστευαν ότι πλέον είχαν να κάνουν με ένα κράτος μέλος του ΟΗΕ το οποίο μέσα από τις τυπικές διαδικασίες θα φρόντιζε για τον επαναπατρισμό τόσο τον δικό του όσο και των εκατοντάδων άλλων που βρέθηκαν στην ίδια δυσχερή θέση.
Στο βιβλίο αναφέρονται οι άθλιες συνθήκες κράτησης τους σε στρατόπεδα συγκεντρώσεων χωρίς τις ελάχιστες συνθήκες υγιεινής και τις μηδαμινές μερίδες φαγητού καθώς και την εξοντωτική εργασία από την ανατολή έως την δύση του ήλιου που οδήγησε αρκετούς συμπατριώτες μας στον θάνατο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά υπήρχαν περιπτώσεις όπου «τους κρατούμενους, εκτός από τις τιμωρίες, τους στέλνουν να κάνουν και βαριές δουλειές , πολλές φορές άσκοπες. Τους βάζουν να μπουν σε βάλτους για να κόψουν βούρλα, άλλα οι βάλτοι είναι γεμάτοι βδέλλες και σε λίγο από τα πόδια τους αρχίζουν να τρέχουν από πολλά σημεία αιματα. Το αίμα δεν σταματάει και οι κρατούμενοι σοφίζονται τους κόσμου τους τρόπους για να το σταματήσουν».
Γίνονται αναφορές για προσπάθειες απόδρασης, οι οποίες μεταφράστηκαν σε αρκετά χρόνια φυλάκισης, για σαδιστές επικεφαλής οι οποίοι τους αντιμετώπιζαν ως «σαμποτέρ στο όραμα του σοσιαλισμού» και άλλες κωμικοτραγικές ιστορίες. Και όλα αυτά με τα χρόνια να περνούν να αλλάζουν στρατόπεδα και εργασίες (γεωργικές, διάνοιξη δρόμων, αποστραγγιστικά, οικοδομικά κ.α.) χωρίς να υπάρχει φως στον ορίζοντα.
Η ελληνική πλευρά δεν επιθυμούσε να ανοίξει διάλογο με την Αλβανία – με την οποία να μην ξεχνάμε ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση και αμφισβητούσε την εδαφική της υπόσταση – αλλά ταυτόχρονα φοβόταν να αγγίξει το θέμα άμεσα αν δεν ξεκαθάριζε την «εθνικοφροσύνη» των συμπολιτών μας που επέστρεφαν.
Το 1956 βρέθηκε τελικά μία φόρμουλα επαναπατρισμού με το σόφιμα ότι εισήλθαν παράνομα στο έδαφος της Αλβανίας και ως τέτοιους οι Αλβανοί τους απέλασαν.
Η επιστροφή Τον Αύγουστο του 1956 η Ελλάδα θα στείλει στο λιμάνι του Δυρραχίου το πλοίο «Αλιάκμων» να παραλάβει 217 αιχμαλώτους από ένα σύνολο που ξεπερνούσε τους 500. Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη φουρνιά που είχαν «λευκό μητρώο πολιτικών φρονημάτων» και οι οποίοι μεταφέρθηκαν στον Πειραιά στις 24 Αυγούστου 1956 από όπου και η κεντρική φωτογραφία με τους απελευθερωθέντες αιχμάλωτους να φιλούν το ελληνικό έδαφος με το που έδεσε το «Αλιάκμων».
Το επόμενο διάστημα υπήρξε απελευθέρωση και άλλων μικρότερων ομάδων. Τι έγιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μετά; Οργανώθηκαν σε ένα σύλλογο επαναπατρισθέντων, "Η Ανάσταση" με σκοπό να τύχουν μίας χαμηλή αποζημίωση ώστε να ξεκινήσουν ξανά την ζωή τους. Η μόνη βοήθεια που έτυχαν ήταν 300 δραχμές από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό και μία ...κουβέρτα από το Κράτος. Αντίστοιχα οι στρατιώτες που είχαν αιχμαλωτισθεί απόζημίωθηκαν με 20 δραχμές και οι αξιωματικοί με 1.200.
"Ούτε μία ηθική επβράβευση για ορισμένους που δεινοπάθησαν, δεν κατορθώθηκε... Η Πατρίδα φάνηκε πολύ φειδωλή. Έδωσε μόνο το δικαίωμα σε όλους όσουν ήσαν άρρωστοι ή ανάπηροι να παρουσιαστούν σε Επιτροπές για να νοσηλευτούν ή να συνταξιοδοτηθούν. Πράγμα βέβαια που έγινε. Στους 'υγιείς', για τα τόσα χρόνια, μόνο ο μισθός των δεκαπέντε ημερών από τον επαναπατρισμό μέχρι την απόλυση. Τίποτ' άλλο".
Διαβάστε όλο το βιβλίο του Νικήτα Αγαπητίδη Το χρονικό μιας αιχμαλωσίας
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου