Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει για την κήρυξη του πολέμου του 1940
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει για την κήρυξη του πολέμου του 1940!
Τετάρτη βράδυ, 30 Οκτώβρη
Tώρα, μια στιγμή έξω από τη ζάλη, προσπαθώ να σημειώσω όσα θυμάμαι από τη νύχτα του περασμένου Σαββάτου. Έχω την εντύπωση πως πρόκειται για αναμνήσεις χρόνων:
Νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή (26-27)
Κατά τη μία μού τηλεφώνησαν την είδηση του «Στέφανι»: Μια συμμορία ελληνική μπήκε στο αλβανικό έδαφος και χτυπήθηκε με τους Ιταλούς κατά τα μέρη της Βίγλιστας. Δύο μπόμπες στηνκατοικία του Ιταλού διοικητή στους Αγίους Σαράντα. Οι δράστες, λένε οι Ιταλοί, είναι Έλληνες ή ‘Αγγλοι κατάσκοποι. Ο Νικολούδης είναι στην ιταλική πρεσβεία που έχει δεξίωση, ύστερα από την πρεμιέρα μιας όπερας του Πουτσίνι (Puccini) στο «Βασιλικό». Είπα να τον ειδοποιήσουν αμέσως. Οι διαψεύσεις βγήκαν τη νύχτα, καθαρές και ξάστερες. Ο Νικολούδης μου διηγήθηκε πως ο ίδιος ο σινιόρ Γκράτσι (Grazzi) τον οδήγησε στο τηλέφωνο, και, όταν τέλειωσε, τον ρώτησε: «Mauvaises nouvelles?» Τ’ αποκρίθηκε: «Rien d’ extraordinaire», κι έφυγε μετά πέντε λεπτά για να πάει στον πρόεδρο.
Κυριακή πρωί, 27
Στο υπουργείο εξωτερικών. Συζητούμε ατέλειωτα και ζυγιάζουμε τις φράσεις της απάντησής μας σε μια νότα γερμανική εξαιρετικά θυμωμένη και πικρόχολη, που διαμαρτύρεται για τη δημοσίευση στις εφημερίδες του λόγου του Τσόρτσιλ (Churchill) προς τους Γάλλους.
Στο μεταξύ ο πρόεδρος, που πρέπει να την εγκρίνει, έχει ξεκινήσει· βλέπουμε τον αυτοκίνητο του να βγαίνει από την καγκελόπορτα του υπουργείου. Ο Παπαδάκης αρπάζει το χαρτί, τρέχει από την αριστερή πόρτα και σταματά το αυτοκίνητο που είχε στρίψει προς τους Αμπελοκήπους. Πίσω σταματά όλη η κίνηση· μοτοσικλέτες, μεγάλα κίτρινα μπούσια, ποδήλατα. Ο Μελάς, νευρωμένος, ψιθυρίζει: «Ωραία, ωραία! Ένας υπάλληλος του υπουργείου εξωτερικών σταματά το αυτοκίνητο του προέδρου, μ’ ένα χαρτί στο χέρι. Όλος ο κόσμος θα πει πως είναι το ιταλικό τελεσίγραφο, πώς εκηρύχθη ο πόλεμος».
















