12-07-2013
Πρωτοποριακή γονιδιακή θεραπεία σώζει παιδιά
Εφαρμόστηκε σε έξι μικρούς ασθενείς με σπάνιες νόσους και μέχρι στιγμής τους έχει απαλλάξει από την ασθένειά τους
Με «όχημα» μεταφοράς έναν κατάλληλο ιό γονιδιακή θεραπεία έσωσε παιδιά από σπάνιες γενετικές νόσους Πηγή:Gunter Pusch/Science
Ουάσινγκτον
Μια νόσος η οποία «κλέβει» από μικρά παιδιά την ικανότητα να περπατούν και να μιλάνε… εξαφανίστηκε σε τρεις περιπτώσεις χάρη σε μια πρωτοποριακή γονιδιακή θεραπεία. Και τα τρία παιδιά που έπασχαν από μεταχρωματική λευκοδυστροφία (σπάνια νευρολογική πάθηση που χαρακτηρίζεται από απομυελίνωση της λευκής ουσίας στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα και στα περιφερικά νεύρα) μπορούν πλέον να πηγαίνουν κανονικά στο σχολείο.
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Science» σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα μιας αντίστοιχης μεθόδου η οποία φάνηκε να αναστρέφει μια σπάνια και σοβαρή γενετική νόσο (σύνδρομο Wiskott-Aldrich) που επιδρά στο ανοσοποιητικό σύστημα και πάλι σε τρεις περιπτώσεις μικρών παιδιών.
Ποιες είναι οι δύο σπάνιες νόσοι
Τα μωρά που γεννιούνται με μεταχρωματική λευκοδυστροφία (οφείλεται σε μεταλλάξεις στο γονίδιο ARSA) φαίνονται αρχικώς υγιή, ωστόσο εμφανίζουν πρόβλημα στην ανάπτυξη μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου χρόνου ζωής τους καθώς τμήμα του εγκεφάλου τους αρχίζει να υφίσταται ανεπανόρθωτες βλάβες.
Το σύνδρομο Wiskott-Aldrich (για την εμφάνισή του είναι «ένοχες» μεταλλάξεις στο γονίδιο WAS) οδηγεί σε σοβαρή αδυναμία του ανοσοποιητικού συστήματος καθιστώντας τους ασθενείς ευάλωτους σε λοιμώξεις, στον καρκίνο αλλά και σε αυτοάνοσα νοσήματα.
Η νέα τεχνική γονιδιακής θεραπείας η οποία αναπτύχθηκε από δύο συνεργαζόμενες ομάδες του Επιστημονικού Ινσιτούτου Σαν Ραφαέλε στο Μιλάνο βασίζεται στη χρήση ενός γενετικώς τροποποιημένου ιού με στόχο τη μεταφορά υγιών αντιγράφων των ελαττωματικών γονιδίων στον οργανισμό των ασθενών.
Το κατάλληλο «όχημα» μεταφοράς
Συγκεκριμένα οι ειδικοί χρησιμοποίησαν ως «όχημα» μεταφοράς των υγιών αντιγράφων των γονιδίων στον οργανισμό των μικρών ασθενών έναν ιό (lentivirus) ο οποίος έχει το χαρακτηριστικό ότι διαθέτει μακρά περίοδο επώασης (εξ ου και το όνομά του από το lente που στα λατινικά σημαίνει αργός).Αυτού του είδους οι ιοί που ανήκουν στην οικογένεια ιών Retroviridae (μεταξύ τους περιλαμβάνεται και ο ιός HIV του AIDS) μπορούν να μεταφέρουν σημαντική ποσότητα ιικού RNA μέσα στο γενετικό υλικό του κυττάρου του ξενιστή και διαθέτουν τη μοναδική ικανότητα μεταξύ των ρετροϊών να μολύνουν κύτταρα που δεν διαιρούνται. Για τον λόγο αυτό αποτελούν μια πολύ καλή περίπτωση «οχημάτων» μεταφοράς για γονιδιακή θεραπεία σε σύγκριση με τους «συμβατικούς» ρετροϊούς.
Στο πλαίσιο των νέων μελετών οι ειδικοί έλαβαν αιμοποιητικά βλαστικά κύτταρα από τους ασθενείς και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τον ιό ώστε να «μολύνουν» αυτά τα κύτταρα με μικροσκοπικά τμήματα DNA που περιείχαν τις σωστές οδηγίες «λειτουργίας». Μετά την επεξεργασία τους τα κύτταρα επανεγχύθηκαν στους ασθενείς.
Η πρώτη μελέτη
Στην περίπτωση της μεταχρωματικής λευκοδυστροφίας οι επιστήμονες επέλεξαν για εφαρμογή της θεραπείας τρία παιδιά από οικογένειες με ιστορικό της ασθένειας τα οποία όμως δεν είχαν ακόμη αρχίσει να παρουσιάζουν βλάβες στον εγκέφαλο. Η επικεφαλής της συγκεκριμένης δοκιμής δρ Αλεσάντρα Μπίφι ανέφερε στο βρετανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο BBC ότι «τα αποτελέσματα ήταν θετικά. Και τα τρία παιδιά βρίσκονται σε καλή κατάσταση, έχουν μια φυσιολογική ζωή και πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο όπως όλα τα παιδιά σε μια ηλικία που τα αδέλφια τους που πάσχουν από την ίδια γενετική νόσο δεν ήταν σε θέση καν να περπατήσουν».
Συγκεκριμένα αναλύσεις που διεξήχθησαν δύο χρόνια μετά την εφαρμογή της θεραπείας στον ένα παιδί και 18 μήνες μετά την εφαρμογή της στα άλλα δύο έδειξαν ότι η μέθοδος έβαλε «φρένο» στην εξέλιξη της νόσου. Τα τροποποιημένα αιμοποιητικά βλαστικά κύτταρα που επανεγχύθηκαν στους ασθενείς άρχισαν να εκφράζουν το λειτουργικό ένζυμο ARSA σε υψηλά επίπεδα από την πρώτη στιγμή και συνέχισαν να το εκφράζουν σε μάκρος χρόνου.
Η δρ Μπίφι συμπλήρωσε ότι μέχρι στιγμής δεν έχει εμφανιστεί κάποια παρενέργεια από την εφαρμογή της θεραπείας. Παραδέχθηκε πάντως ότι απαιτείται μακρόχρονη παρακολούθηση των παιδιών ώστε να αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία η ασφάλεια της μεθόδου.
Αν όντως υπάρξει απόδειξη μακροπρόθεσμης ασφάλειας της γονιδιακής αυτής θεραπείας το γεγονός θα είναι άκρως σημαντικό αφού πολλές από τις μέχρι τώρα απόπειρες είχαν συνδεθεί με σοβαρές παρενέργειες όπως η λευχαιμία. Η δρ Μπίφι τόνισε ότι οι ειδικοί έχουν πάρει τα μαθήματά τους από τις προηγούμενες αποτυχίες. «Η εμπειρία έδειξε ότι η γονιδιακή θεραπεία μπορεί να βελτιωθεί και πιθανώς βρισκόμαστε στην αφετηρία μιας νέας εποχής για τη συγκεκριμένη μέθοδο».
Η δεύτερη μελέτη
Στο πλαίσιο της δεύτερης μελέτης ο δρ Αλεσάντρο Αγιούτι και οι συνεργάτες του ακολούθησαν την ίδια ακριβώς τακτική για να μεταφέρουν υγιή αντίγραφα του ελαττωματικού γονιδίου WAS στον οργανισμό επίσης τριών παιδιών με το σύνδρομο Wiskott-Aldrich. Όπως είδαν, συμπτώματα της ασθένειας όπως οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις και το έκζεμα παρουσίασαν σημαντική ύφεση ή εξαφανίστηκαν στους 20 ως 32 μήνες από την εφαρμογή της θεραπείας. Και σε αυτήν την περίπτωση αναλύσεις έχουν μέχρι στιγμής δείξει ότι η μέθοδος ήταν ασφαλής και δεν αύξανε τον κίνδυνο λευχαιμίας.
Ο δρ Αγιούτι δεν παρέλειψε επίσης να τονίσει όπως και η συνάδελφός του ότι απαιτούνται τώρα μακροπρόθεσμες αναλύσεις αλλά και διεξαγωγή δοκιμών σε μεγαλύτερους αριθμούς ασθενών ώστε να επιβεβαιωθεί τόσο η αποτελεσματικότητα όσο και η ασφάλεια της μεθόδου
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης δημοσιεύονται στην επιθεώρηση «Science» σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα μιας αντίστοιχης μεθόδου η οποία φάνηκε να αναστρέφει μια σπάνια και σοβαρή γενετική νόσο (σύνδρομο Wiskott-Aldrich) που επιδρά στο ανοσοποιητικό σύστημα και πάλι σε τρεις περιπτώσεις μικρών παιδιών.
Ποιες είναι οι δύο σπάνιες νόσοι
Τα μωρά που γεννιούνται με μεταχρωματική λευκοδυστροφία (οφείλεται σε μεταλλάξεις στο γονίδιο ARSA) φαίνονται αρχικώς υγιή, ωστόσο εμφανίζουν πρόβλημα στην ανάπτυξη μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου χρόνου ζωής τους καθώς τμήμα του εγκεφάλου τους αρχίζει να υφίσταται ανεπανόρθωτες βλάβες.
Το σύνδρομο Wiskott-Aldrich (για την εμφάνισή του είναι «ένοχες» μεταλλάξεις στο γονίδιο WAS) οδηγεί σε σοβαρή αδυναμία του ανοσοποιητικού συστήματος καθιστώντας τους ασθενείς ευάλωτους σε λοιμώξεις, στον καρκίνο αλλά και σε αυτοάνοσα νοσήματα.
Η νέα τεχνική γονιδιακής θεραπείας η οποία αναπτύχθηκε από δύο συνεργαζόμενες ομάδες του Επιστημονικού Ινσιτούτου Σαν Ραφαέλε στο Μιλάνο βασίζεται στη χρήση ενός γενετικώς τροποποιημένου ιού με στόχο τη μεταφορά υγιών αντιγράφων των ελαττωματικών γονιδίων στον οργανισμό των ασθενών.
Το κατάλληλο «όχημα» μεταφοράς
Συγκεκριμένα οι ειδικοί χρησιμοποίησαν ως «όχημα» μεταφοράς των υγιών αντιγράφων των γονιδίων στον οργανισμό των μικρών ασθενών έναν ιό (lentivirus) ο οποίος έχει το χαρακτηριστικό ότι διαθέτει μακρά περίοδο επώασης (εξ ου και το όνομά του από το lente που στα λατινικά σημαίνει αργός).Αυτού του είδους οι ιοί που ανήκουν στην οικογένεια ιών Retroviridae (μεταξύ τους περιλαμβάνεται και ο ιός HIV του AIDS) μπορούν να μεταφέρουν σημαντική ποσότητα ιικού RNA μέσα στο γενετικό υλικό του κυττάρου του ξενιστή και διαθέτουν τη μοναδική ικανότητα μεταξύ των ρετροϊών να μολύνουν κύτταρα που δεν διαιρούνται. Για τον λόγο αυτό αποτελούν μια πολύ καλή περίπτωση «οχημάτων» μεταφοράς για γονιδιακή θεραπεία σε σύγκριση με τους «συμβατικούς» ρετροϊούς.
Στο πλαίσιο των νέων μελετών οι ειδικοί έλαβαν αιμοποιητικά βλαστικά κύτταρα από τους ασθενείς και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν τον ιό ώστε να «μολύνουν» αυτά τα κύτταρα με μικροσκοπικά τμήματα DNA που περιείχαν τις σωστές οδηγίες «λειτουργίας». Μετά την επεξεργασία τους τα κύτταρα επανεγχύθηκαν στους ασθενείς.
Η πρώτη μελέτη
Στην περίπτωση της μεταχρωματικής λευκοδυστροφίας οι επιστήμονες επέλεξαν για εφαρμογή της θεραπείας τρία παιδιά από οικογένειες με ιστορικό της ασθένειας τα οποία όμως δεν είχαν ακόμη αρχίσει να παρουσιάζουν βλάβες στον εγκέφαλο. Η επικεφαλής της συγκεκριμένης δοκιμής δρ Αλεσάντρα Μπίφι ανέφερε στο βρετανικό ειδησεογραφικό πρακτορείο BBC ότι «τα αποτελέσματα ήταν θετικά. Και τα τρία παιδιά βρίσκονται σε καλή κατάσταση, έχουν μια φυσιολογική ζωή και πηγαίνουν στο νηπιαγωγείο όπως όλα τα παιδιά σε μια ηλικία που τα αδέλφια τους που πάσχουν από την ίδια γενετική νόσο δεν ήταν σε θέση καν να περπατήσουν».
Συγκεκριμένα αναλύσεις που διεξήχθησαν δύο χρόνια μετά την εφαρμογή της θεραπείας στον ένα παιδί και 18 μήνες μετά την εφαρμογή της στα άλλα δύο έδειξαν ότι η μέθοδος έβαλε «φρένο» στην εξέλιξη της νόσου. Τα τροποποιημένα αιμοποιητικά βλαστικά κύτταρα που επανεγχύθηκαν στους ασθενείς άρχισαν να εκφράζουν το λειτουργικό ένζυμο ARSA σε υψηλά επίπεδα από την πρώτη στιγμή και συνέχισαν να το εκφράζουν σε μάκρος χρόνου.
Η δρ Μπίφι συμπλήρωσε ότι μέχρι στιγμής δεν έχει εμφανιστεί κάποια παρενέργεια από την εφαρμογή της θεραπείας. Παραδέχθηκε πάντως ότι απαιτείται μακρόχρονη παρακολούθηση των παιδιών ώστε να αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία η ασφάλεια της μεθόδου.
Αν όντως υπάρξει απόδειξη μακροπρόθεσμης ασφάλειας της γονιδιακής αυτής θεραπείας το γεγονός θα είναι άκρως σημαντικό αφού πολλές από τις μέχρι τώρα απόπειρες είχαν συνδεθεί με σοβαρές παρενέργειες όπως η λευχαιμία. Η δρ Μπίφι τόνισε ότι οι ειδικοί έχουν πάρει τα μαθήματά τους από τις προηγούμενες αποτυχίες. «Η εμπειρία έδειξε ότι η γονιδιακή θεραπεία μπορεί να βελτιωθεί και πιθανώς βρισκόμαστε στην αφετηρία μιας νέας εποχής για τη συγκεκριμένη μέθοδο».
Η δεύτερη μελέτη
Στο πλαίσιο της δεύτερης μελέτης ο δρ Αλεσάντρο Αγιούτι και οι συνεργάτες του ακολούθησαν την ίδια ακριβώς τακτική για να μεταφέρουν υγιή αντίγραφα του ελαττωματικού γονιδίου WAS στον οργανισμό επίσης τριών παιδιών με το σύνδρομο Wiskott-Aldrich. Όπως είδαν, συμπτώματα της ασθένειας όπως οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις και το έκζεμα παρουσίασαν σημαντική ύφεση ή εξαφανίστηκαν στους 20 ως 32 μήνες από την εφαρμογή της θεραπείας. Και σε αυτήν την περίπτωση αναλύσεις έχουν μέχρι στιγμής δείξει ότι η μέθοδος ήταν ασφαλής και δεν αύξανε τον κίνδυνο λευχαιμίας.
Ο δρ Αγιούτι δεν παρέλειψε επίσης να τονίσει όπως και η συνάδελφός του ότι απαιτούνται τώρα μακροπρόθεσμες αναλύσεις αλλά και διεξαγωγή δοκιμών σε μεγαλύτερους αριθμούς ασθενών ώστε να επιβεβαιωθεί τόσο η αποτελεσματικότητα όσο και η ασφάλεια της μεθόδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου