Ο Μεγάλος Δεκέμβρης του ’44 (1ο μέρος)
Η μάχη των 33 ημερών στην Αθήνα, τον Δεκέμβρη του ’44, ανάμεσα στον ΕΛΑΣ από την μία πλευρά και στα Αγγλικά στρατεύματα κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους από την άλλη έμεινε στην ιστορία με διάφορες ονομασίες. Οι όροι «Μάχη της Αθήνας» και «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης» χρησιμοποιήθηκαν από την ΕΑΜική πλευρά για να υποδηλώσουν τη σπουδαιότητα αλλά και την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης - όπως αποδείχτηκε ιστορικά- του αγώνα ενός μεγαλειώδους κινήματος που γεννήθηκε με την έναρξη της τριπλής φασιστικής κατοχής και γιγαντώθηκε στα χρόνια της Αντίστασης στον κατακτητή δημιουργώντας όλους τους όρους και τις προϋποθέσεις της κοινωνικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Ο όρος «Δεκεμβριανά» ανήκει στους αντιπάλους του ΕΑΜ και είχε ως στόχο να καλλιεργήσει την εντύπωση πως επρόκειτο για ένα κίνημα σαν εκείνα τα στρατιωτικά κινήματα- πραξικοπήματα που είχαν στόχο την αρπαγή της εξουσίας από τους νόμιμα κατέχοντες αυτήν και που πολλές φορές μέχρι τότε είχε γνωρίσει στην ιστορία της η Ελλάδα. Επρόκειτο για μια σαφή προσπάθεια διαστρέβλωσης της ιστορικής αλήθειας που πήρε αποκρουστικές διαστάσεις στη συνέχεια καθώς συνδέθηκε με τον απηνή διωγμό μέχρις φυσικής εξοντώσεως των αγωνιστών της αντίστασης, των κομμουνιστών, αριστερών και δημοκρατικών πολιτών.
Σήμερα, απ’ αυτούς που χρησιμοποιούν τον όρο «Δεκεμβριανά» μόνο ελάχιστοι είναι αυτοί που εννοούν τα ίδια με τους τότε αντιπάλους του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τον όρο αποϊδεολογικοποιημένα και περιγραφικά ώστε με μία λέξη να γίνεται αντιληπτή η αναφορά στο ιστορικό γεγονός ανεξαρτήτως πως το προσεγγίζει και πως το αποτιμά ο καθένας.
Παρόλα αυτά ο Δεκέμβρης του 1944 ήταν για τον ελληνικό λαό «ο Μεγάλος Δεκέμβρης». Η κορύφωση και η ολοκλήρωση- όπως προαναφέραμε της πρώτης φάσης, της εξ αντικειμένου πάλης για την εξουσία του κινήματος της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Το χαρακτήρα εκείνης της μάχης των 33 ημερών τον είχαν δώσει οι ίδιοι οι αντίπαλοι του ΕΑΜικού κινήματος δηλαδή οι Εγγλέζοι και οι ντόπια αστική τάξη που αργότερα μίλησαν για πόλεμο αποτροπής της κυριαρχίας του κομμουνισμού στην Ελλάδα. Πράγμα που σημαίνει πως μια νίκη του ΕΛΑΣ στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του ’44 θα ήταν μια νίκη στο νευρικό κέντρο ισχύος του λεγόμενου δυτικού κόσμου, μια διεθνούς σημασίας αντιιμπεριαλιστική νίκη που θα άνοιγε το δρόμο για την κοινωνική αλλαγή στη χώρα.
Ο Εργατικός Αγώνας ανοίγει σήμερα μια σειρά ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.
Η Ματωμένη Κυριακή
«…Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!… Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει. Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο»
Μενέλαος Λουντέμης[1]
Το πρωί της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου του 1944 ο Ριζοσπάστης κυκλοφόρησε έχοντας στην κορυφή της πρώτης του σελίδας το κάλεσμα του ΕΑΜ για το μεγάλο συλλαλητήριο που θα γινόταν εκείνη τη μέρα. «Όλοι σήμερα στις 11 στο συλλαλητήριο του ΕΑΜ στο Σύνταγμα- Κάτω η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου! Εμπρός για κυβέρνηση ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ Εθνικής Ενότητας!», ήταν οι πρώτες τυπωμένες φράσεις της εφημερίδας, που έπεφταν αμέσως στα μάτια του αναγνώστη.
Στη δεύτερη σελίδα, υπό τον τίτλο «Αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ» ο αναγνώστης μπορούσε να διάβαζε εν συντομία το πολιτικό στίγμα των ημερών: «Απηχώντας τη γενική απαίτηση του ελληνικού λαού να προστατευθούν οι ελευθερίες του, να εξασφαλιστεί η ομαλή δημοκρατική εξέλιξη της χώρας, να συλληφθούν όλοι οι προδότες και οι δοσίλογοι, να πέσει η κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και να σχηματιστεί κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ σε έκτακτη χθεσινοβραδινή συνεδρίασή της πήρε τις πιο κάτω αποφάσεις: 1. Να απευθύνει έκκληση στις Κυβερνήσεις των Συμμάχων Μ. Βρεττανίας, Σοβιετικής Ένωσης και Αμερικής. 2. Να οργανωθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος σήμερα στις 11 το πρωί όπου θα μιλήσουν εκπρόσωποι των Εαμικών κομμάτων. 3. Να οργανωθεί και να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία για τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη. 4. Να ανασυγκροτηθεί η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ».
Ειδικά για την τελευταία απόφαση, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, υπό τον τίτλο «Ανασυγκροτήθηκε η ΚΕ του ΕΛΑΣ», υπήρχε η εξής είδηση: «Στη χθεσινή της συνεδρίαση η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε την ανασυγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ). Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής ολόκληρης της χώρας»[2].
Χωρίς αμφιβολία τα πράγματα ήσαν πάρα πολύ σοβαρά κι εκείνη την Κυριακή έμελλε να πάρουν έναν ποιοτικά διαφορετικό δρόμο. Μια μέρα πριν, είχε προκληθεί πολιτική κρίση στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου με κύρια αφορμή το στρατιωτικό ζήτημα που επικεντρωνόταν στην απαίτηση του αστικού πολιτικού κόσμου και των Εγγλέζων να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ. Οι Εαμίτες υπουργοί είχαν όλοι τους παραιτηθεί και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα ξαναγύριζαν στις θέσεις τους. Το ρήγμα ανάμεσα στον Εαμικό και στον αστικό πολιτικό κόσμο ήταν αρκετά βαθύ. Βαθύτερο δεν γινόταν.
Το ματοκύλισμα του λαού
Το κύριο άρθρο του Ριζοσπάστη εκείνης της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου του 1944 ήταν γραμμένο από τον ηγέτη του ΚΚΕ- έναν από τους παραιτηθέντες Εαμίτες υπουργούς- Γ. Ζέβγο. Είχε τον τίτλο «ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», κι εξηγούσε- μέσα από έναν απολογισμό του έργου της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου- πως είχε προκληθεί η κρίση. «Τώρα- έγραφε ο Ζέβγος καταλήγοντας- το λόγο τον έχει ο ελληνικός λαός. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι μαχητές του ΕΛΑΣ, που τους ζητούν να παραδώσουν τα τιμημένα και κερδισμένα σε μάχες όπλα τους. Οι περήφανοι πολίτες της Αθήνας, που αντιμετώπισαν νικηφόρα τις ορδές των Γερμανών και των προδοτών. Όλοι οι δημοκράτες, όλοι όσοι πονάν την Ελλάδα και το λαό της θα βρεθούν ενωμένοι στις γραμμές του για να υπερασπίσουν τη λευτεριά του, τη ζωή του, τα δημοκρατικά του δικαιώματα, την εθνική ανεξαρτησία. Ο ελληνικός λαός θα σαρώσει την κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και θα δημιουργήσει μια κυβέρνηση πραγματικής εθνικής ενότητας»[3].
Χωρίς αμφιβολία ο Ζέβγος είχε δίκιο. Η πολιτική πρωτοβουλία, από τα χέρια των πολιτικών περνούσε στα χέρια των μαζών που με τη δράση τους θα γίνονταν ο πρωταγωνιστής τη ιστορίας.
Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944. Γύρω στις 10 και 45’ π. μ. η πλατεία συντάγματος και οι γύρω δρόμοι έχουν πλημμυρίσει από τις χιλιάδες λαού που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΕΑΜ. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές επιτροπές, διοικήσεις σωματείων και στελέχη του λαϊκού κινήματος γιατί όπως γράφει ο Θ. Χατζής[4] «Είχε προγραμματιστεί ν’ αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία».
Όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, που αρχικά είχε δώσει την άδεια να γίνει το συλλαλητήριο, τα μεσάνυχτα 2 προς 3 Δεκεμβρίου την ανακάλεσε με την πρόφαση πως το συλλαλητήριο ήταν η απαρχή «σειράς επαναστατικών πράξεων αι οποίαι απέβλεπαν εις κατάλυσιν του κράτους»[5] . Επρόκειτο για μια σαφή πρόκληση σε βάρος του ΕΑΜικού κινήματος που εκδηλωνόταν στο παραπέντε του συλλαλητηρίου για να προκαλέσει, το λιγότερο, όξυνση και πιθανότατα για να δικαιολογήσει όλα όσα επακολούθησαν.
Στις 11 π.μ. το πλήθος στην πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους όλο και πύκνωνε τις γραμμές του με σημαίες, λάβαρα και πλακάτ, με τις προκηρύξεις και τα φέιγ- βολάν να πέφτουν βροχή. Τα συνθήματα "όχι άλλη κατοχή", "Παπανδρέου παραιτήσου" κυριαρχούσαν σ' όλα τα χείλη.
Απέναντι στο λαό που διαδήλωνε ήσαν οι αστυνομικοί που είχαν οχυρωθεί στην είσοδο του κτηρίου, στην ταράτσα και στα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και βασιλίσσης Σοφίας (τότε Κηφισίας), στη ταράτσα των Παλιών Ανακτόρων (Βουλή) και στο απέναντι του κτηρίου πεζοδρόμιο, προς την πλευρά του Αγνώστου Στρατιώτη. Επίσης στους γύρω από την πλατεία δρόμους υπήρχαν αγγλικά άρματα μάχης[6].
Οι πρώτες συγκρούσεις και αψιμαχίες των διαδηλωτών με την αστυνομία εκδηλώθηκαν όταν το πλήθος έφτανε, από τους γύρω δρόμους, στα σημεία των προσέγγισής της πλατείας Συντάγματος κι εμποδιζόταν να εισχωρήσει από τις αστυνομικές δυνάμεις. Ξαφνικά, χωρίς να υπάρχει ορατός λόγος, από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνσης και από τα άλλα σημεία οχύρωσης των αστυνομικών άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί. Γράφει η Μέλπω Αξιώτη[7]:
«Δίπλα απ’ τα’ ανάκτορα αστυνομικοί και φασίστες εκείνη τη στιγμή μας πυροβολούν στον ψαχνό. Κορίτσια τότε δείχνουν τα στήθεια τους και φωνάζουν: βαράτε εδώ! Είμαστε άοπλοι! Και οι φασίστες τα βαρούν… Οι νεκροί πέφτουν τώρα γύρω- τριγύρω μας ένας- ένας χάμω, σα σπουργίτια. Οι ξένοι ανταποκριτές στέκουν εκστατικοί. Ένας Αμερικανός με στολή χυμά κι αρπά πιστόλι αστυνομικού που ήταν έτοιμο ν’ ανάψει. Άλλος Αμερικανός πίσω από τανκ εγγλέζικο φωτογραφίζει το λάβαρο του ΕΑΜ που μούσκεψε σε σκοτωμένου το αίμα… Πολλοί από τους πόλισμαν πετούν τα όπλα τους στους διαδηλωτές και οι διαδηλωτές τους σηκώνουν στα χέρια. Οι Άγγλοι γύρω- γύρω και πάνω στα τανκς, στη ‘‘Μεγάλη Βρετάνια’’ στα πεζοδρόμια, ανάμεσα στο πλήθος, φλεγματικοί παντού και αξιοπρεπείς στέκουν και βλέπουν τη δολοφονία μας, πως θάστεκαν να βλέπουν ταινία κινηματογράφου. Στο τέλος- τέλος παίρνουν μέρος. Μαζεύουν με τα φορτηγά τους, τραυματισμένους και γερούς. Ήταν αυτοί οι πρώτοι όμηροι. Σε λίγες μέρες γίνηκαν χιλιάδες».
Τις αλυσίδες ή τα όπλα;
Ο απολογισμός της δολοφονικής επίθεσης ήταν 21 νεκροί και 140 τραυματίες[8], γεγονός που δίκαια βάφτισε την 3η Δεκεμβρίου 1944 ως «Ματωμένη Κυριακή».
Την επομένη 4 Δεκεμβρίου ολόκληρη η Ελλάδα νεκρώθηκε από τη γενική απεργία που είχε κηρύξει το ΕΑΜ. Στην πρωτεύουσα ο λαός οδήγησε τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής ένα τεράστιο, που το κρατούσαν μαυροφορεμένες κοπέλες πανό έγραφε: «ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ Ή ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Ή ΤΑ ΟΠΛΑ». Πράγματι ο λαός δεν θα αργούσε να διαλέξει.
Επιστρέφοντας από το νεκροταφείο τα πλήθη, δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από τους Χίτες με τραγικό απολογισμό άλλους 100 νεκρούς και τραυματίες. Η συνέχεια ήταν πραγματική χιονοστιβάδα. Ο Σκόμπυ κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της II μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Κι ο ΕΛΑΣ άρχισε τις επιχειρήσεις κατά των Χιτών και των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του Πειραιά.
Στις 5 Δεκεμβρίου ο Σκόμπυ πήρε διαταγή από τον Τσώρτσιλ να συμπεριφέρεται σα να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη. «Είσθε υπεύθυνος- έλεγε η διαταγή- για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που θα πλησιάσουν προς την πόλη...Μη διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη, όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση»[9].
Η αγγλική στρατιωτική επέμβαση στις ελληνικές υποθέσεις ήταν γεγονός κι απέναντι της μοιραία ξεδιπλώθηκε η λαϊκή αντίσταση, που κράτησε 33 ολόκληρες ημέρες. Ο λαός, ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα διάλεξε αυτό που ταίριαζε περισσότερο στο φρόνημα και την ιστορία του: τα όπλα.
Ο Δεκέμβρης του ’44 ασφαλώς δεν προέκυψε τυχαία. Και δεν θα συνέβαινε ποτέ χωρίς την αγγλική παρουσία στην Ελλάδα που- από μια συμμαχική απόβαση με το πρόσχημα της απελευθέρωσης της χώρας- μετατράπηκε σε δεύτερη κατοχή. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον Δεκέμβρη οφείλουμε να πάμε λίγο πιο πίσω στον ιστορικό χρόνο και να ξετυλίξουμε το κουβάρι, ξεκινώντας από το ιστορικό εκείνο σημείο που ταυτίζεται με την εδραίωση της αγγλικής παρουσίας στις ελληνικές υποθέσεις.
Στο επόμενο: Η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου