«Ιστορίες του Καφενέ»
Όταν γράφει η ζωή…
Όλη τους τη ζωή την περνούσαν μέσα απ’ αυτές τις καθημερινές συναντήσεις. Χαρές, λύπες, ανησυχίες, όλα εκεί παρέα με τον καφέ, το ουζάκι, το ταβλάκι τους… Ως και οι γυναίκες τους το δέχτηκαν και δεν γκρίνιαζαν όπως συμβαίνει συνήθως.
Με τα κρύα, κάθονταν δίπλα στο τζάμι και έβλεπαν τον αέρα να λισσομανάει. Η ξυλόσομπα στο κέντρο του καφενείου, δεν τους άφηνε να κρυώσουν κι έτσι μπορούσαν να χαρούν το άγριο τοπίο.
Γυμνά δέντρα με κλαριά σαν γέρικα χέρια, άνθρωποι κουκουλωμένοι στο σταθμό να περιμένουν το τρένο… κι αυτοί οι δυο, σα να βλέπουν ταινία παρακολουθούσαν πάντα, λέγοντας τα νέα τους, τις ανησυχίες τους, τα βάσανα και τις χαρές τους. Το καλοκαίρι πάλι, στη σκιά του πλάτανου, το τραπεζάκι τους, ήταν πάντα γεμάτο…
Πόσες φορές δε φιλοσόφησαν αυτό το ατελείωτο ανέβα - κατέβα των ανθρώπων στο τρένο απέναντί τους! Πόσες φορές δεν έκλαψαν από χαρά όταν τα νέα τους ήταν ευχάριστα!...
- Βρήκα δουλειά, φίλε!!! Κερνάω! Σήμερα δεν έχει στοίχημα στο τάβλι, είναι κερασμένα όλα!
- Κάτσε πρώτα να πάρεις μισθό και μετά κερνάς!...
- Μη σκας, ο Περικλής (καφετζής) δέχεται βερεσέδια, μόλις πληρωθώ του τα δίνω!
Έτσι πέρναγε η ζωή τους, με τις καθημερινές ανθρώπινες χαρές και λύπες και πάντα παρέα με ένα γλυκύ βραστό και ένα στριφτό τσιγάρο, που ποτέ δεν άλλαξε… Τα μαλλιά τους άσπρισαν, του ένα μάλιστα περισσότερο απ’ ότι του άλλου, αλλά οι συνήθειες τους ίδιες. Δεν έκαναν μεγάλα όνειρα, δε ζήταγαν πολλά. Τους αρκούσε η μικρή καθημερινή ευτυχία, που σου εξασφαλίζει η αγάπη της οικογένειας και η δυνατότητα να τη θρέψεις απ’ τη δουλειά σου… Αυτό για κείνους ήταν το παν!...
Έτσι τους βρήκε η κρίση, στα 60 παρά κάτι, λίγο πριν τη σύνταξη! Ο ένας δημόσιος υπάλληλος, είχε να αντιμετωπίσει μόνο τη μείωση μισθού, τις περικοπές. Ο άλλος ιδιωτικός υπάλληλος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την ανεργία! Ποιος νοιαζόταν για τα παιδιά του και τις ανάγκες τους; Ποιος νοιαζόταν αν θα ξαναβρεί δουλειά;…
- Δεν αντέχω, άλλο αυτή την κατάσταση φίλε!... Έτσι μου ρχεται να πάρω το τρένο και να φύγω…
- Πού να πας, σ’ αυτή την ηλικία, μωρέ;
- Βάλθηκες κι εσύ να με βγάλεις σε αχρηστία, όπως η κρίση! 60 είμαι δεν είμαι ο Μαθουσάλας. Μπορώ να δουλέψω, δεν είμαι άχρηστος. Έχω γνώσεις, έχω πείρα, άχρηστα είναι όλα αυτά; Κάτι θα βρω, αν φύγω…
Κι έφυγε!... Πήρε το τρένο κι έφυγε όπως έκαναν τόσοι και τόσοι άλλοι νέοι και μη! Όπως το έκανε πάντα ο Έλληνας, όταν δεν είχε τρόπο να ζήσει στον τόπο του…
Τώρα, το τι απέγινε, αυτό δεν το ξέρω, δεν το έχει γράψει ακόμα η ζωή!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου