Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ετυμολογία της λέξης πομάκος δεν είναι ξεκάθαρη. Εικάζεται ότι προέρχεται από το σλαβικό ρήμα βοηθώ[10] (πομότσι/pomoći - IPA: /pǒmotɕi/ [11]), συνεπώς Πομάκος σημαίνει «αυτός που βοηθάει». Εξίσου αμφιλεγόμενη είναι η άποψη πως προέρχεται από την Βουλγάρικη λέξη μακ που σημαίνει βασανισμένος. Έχει επίσης προταθεί πως ο όρος σχετίζεται με τη βουλγαρική λέξη poturnjak («εκείνος που έγινε Τούρκος»), ενώ άγνωστο παραμένει αν το ίδιο ισχύει και με την τουρκική λέξη çomak («ρόπαλο»).[10] Στην ελληνική βιβλιογραφία, έχει υποστηριχτεί πως ο όρος προέρχεται από την ελληνική γλώσσα. Παραδίδονται οι εκδοχές πως συνδέεται με την ονομασία αρχαίας θρακικής πόλης ή με τη λέξη πομάξ που δηλώνει τον πότη[12].
Η χρήση του όρου Πομάκος έχει χρησιμοποιηθεί περιστασιακά από Βούλγαρους στο παρελθόν για να χαρακτηρίσουν τους μουσουλμάνους οι οποίο μιλούσαν Σέρβικα στην δυτική ΠΓΔΜ οι οποίοι εκεί συνήθως καλούνται με τον όρο "Τόρμπες" (στα σλαβικά τομπέσι/torbeši, στον ενικό λέγονται και τόρμπες/torbeš) - η λέξη προέρχεται από την λέξη τορβάς και η ονομασία οφείλεται στο ότι οι τορμπέσι έφεραν σάκους και ζητιάνευαν [13]. Ανάλογα με την επίδραση της βουλγαρικής εκπαίδευσης και λογοτεχνίας, ο όρος Πομάκος εξακολούθησε να χρησιμοποιείται περιστασιακά, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, για να περιγράψει αυτούς τους σερβόφωνους μουσουλμάνους, ωστόσο θα ήταν ακριβής μόνο για να περιγράψει μουσουλμάνους που μετανάστευσαν εκεί από τη Βουλγαρία. Τέτοια μετανάστευση έγινε για παράδειγμα τη περίοδο 1877-8.[10][14]Έχει υποστηριχθεί πως οι Γκοράνοι και οι Τορμπές συνδέονται στενά με τους Πομάκους της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, θεωρώντας τους Τορμπές υποομάδα των Πομάκων της Βουλγαρίας ή απόγονους αυτών [15], με αποτέλεσμα οι Πομάκοι να ονομάζονται και Τορμπές στην πΓΔΜ ή Γκοράνοι στην Αλβανία και το Κόσοβο. Ωστόσο, τόσο οι Πομάκοι όσο και οι Τορμπές ή οι Γκοράνοι δεν αποδέχονται την ταύτισή τους και οι διαφορές τους γίνονται αντιληπτές ακόμα και σε κοινότητες όπου συνυπάρχουν Τορμπές και Γκοράνοι[16].
Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι χώρες όπου ζουν οι Πομάκοι διεκδικούν την εθνική τους καταγωγή. Τόσο η Βουλγαρία όσο και η Ελλάδα, η Τουρκία αλλά και οι υπόλοιπες χώρες έχουν διεκδικήσει τους Πομάκους, παρουσιάζοντας διαφορετικά ιστορικά στοιχεία προκειμένου να ενισχύσουν τους εθνικούς μύθους προσεταιρισμού τους [17]. Δύο αδιαμφισβήτητα δεδομένα είναι ότι οι Πομάκοι είναι Βουλγαρόφωνοι και είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα [4]. Για την προέλευση των Πομάκων έχουν διατυπωθεί διάφορες αντικρουόμενες θεωρίες:
- Στην Ελλάδα ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι Πομάκοι είναι απόγονοι του Παιονικού φύλου των Αγριάνων [6]. Σύμφωνα με τους Έλληνες ο αρχαίος αυτός θρακικός λαός αναμίχτηκε με ελληνικά φύλα και στη συνέχεια εκσλαβίστηκε γλωσσικά και ασπάστηκε την ισλαμική θρησκεία κατά την οθωμανική περίοδο. Σήμερα η γλώσσα που μιλάνε οι Πομάκοι στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά η ίδια σλαβική γλώσσα με την Βουλγάρικη διάλεκτο [18] η οποία ομιλείται στην περιοχή Μαντάν και Ρούντοζεμ (βορείως της Ξάνθης στην Βουλγαρία) [4]. Οι Βούλγαροι υποστηρίζουν ότι οι Πομάκοι είχαν Βουλγαρική συνείδηση αλλά λόγω πολιτικής της Ελλάδας τα τελευταία 50 χρόνια, έχουν αποκτήσει την Τουρκική συνείδηση.[19]
- Οι Βούλγαροι ιστορικοί θεωρούν τους Πομάκους εξισλαμισμένους Βούλγαρους. Κατά την Σοσιαλιστική Βουλγαρία χρηματοδοτήθηκαν έρευνες με σκοπό να παρουσιαστεί ότι οι Πομάκοι είναι εθνικά Βούλγαροι Σλάβοι χριστιανοί οι οποίοι υιοθέτησαν το ισλάμ στο παρελθόν. Σε αυτή τη θεωρία το αναπάντητο ερώτημα είναι αν οι Πομάκοι έγιναν μουσουλμάνοι ατομικά ή μαζικά αλλά και αν έγινε χρήση βίας για να αλλαξοπιστήσουν. Τη θεωρία μαζικής μετατροπής των Πομάκων σε μουσουλμάνους υιοθέτησε η κομμουνιστική προπαγάνδα πριν το 1989. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία Βουλγάρων ιστορικών οι Πομάκοι που συγκεντρώνονταν στην οροσειρά της Ροδόπης αλλαξοπίστησαν στο ισλάμ κατά την οθωμανική αυτοκρατορία, με δική τους πρωτοβουλία, κυρίως για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Συγκεκριμένα στην θεωρία αναφέρεται ότι οι Πομάκοι ζούσαν σε άγονη περιοχή με περιορισμένη γεωργική παραγωγή. Οι Πομάκοι ως μέλη του χριστιανικού Μιλλέτ είχαν μεγαλύτερη φορολόγηση από την οθωμανική διοίκηση σε σχέση με το Μουσουλμανικό Μιλλέτ.[20] Οι Πομάκοι στην Βουλγαρία δεν αναγνωρίζονται ως ξεχωριστή μειονότητα και αναγνωρίζονται μόνο ως Βούλγαροι [21].
- Κατά τους Τούρκους ιστορικούς είναι Τούρκοι "Κουμάνοι" οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ροδόπης πριν την Οθωμανική κατάκτηση της περιοχής. Τα φύλα αυτά που λόγω της γειτνίασης με Σλάβους έμαθαν τη Βουλγαρική γλώσσα με την συνεχή επαφή με τους Βούλγαρους χριστιανούς [4].
- Οι Σλαβομακεδόνες ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι Πομάκοι είναι Σλαβομακεδόνες οι οποίοι ασπάστηκαν βίαια το Ισλάμ από τους Οθωμανούς [4].
- Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία οι Πομάκοι είναι ξεχωριστή εθνότητα η οποία δεν έχει σχέση με τους λαούς της περιοχής. Η Βουλγάρικη γλώσσα οφείλεται με την συχνή επαφή με τους χριστιανούς Βούλγαρους.[4]
- Σύμφωνα με μια αμφιλεγόμενη θεωρία οι Πομάκοι είναι απόγονοι του Μωάμεθ οι οποίοι ήρθα ως ιεραπόστολοι να διαδώσουν το ισλάμ στα Βαλκάνια. Η σλαβοποίηση αυτών έγινε μετά από γάμους με ντόπιες Σλάβες γυναίκες. Κατά μια άλλη θεωρία οι Πομάκοι είναι απόγονοι Αράβων εμπόρων. Για την θεωρία "αραβικής" προέλευσης των Πομάκων έχουν δημοσιευτεί δύο βιβλία στην περιοχή Μαντάμ και Ρούντοζεμ (πόλεις βόρεια του Νομού Ξάνθης στην Βουλγαρία) το 1999 και 2006 [4].
Τόσο στην Ελλάδα [22] όσο και στη Βουλγαρία έχει γίνει προσπάθεια διεκδίκησης της καταγωγής των Πομάκων με εξετάσεις αίματος. Κατά την διάρκεια της Χούντας την περίοδο 1969-71 ο βοηθός ιατρικής από το ΑΠΘΝικόλαος Ξηροτύρης κατά την στρατιωτική θητεία του στην παραμεθόριο έκανε αιματολογικές έρευνες σε πομακοχώρια της Ξάνθης με σκοπό να αποδείξει την Ελληνικότητα αυτών.[23] Τα αποτελέσματα της αιματολογικής έρευνας του Ξηροτύρη δημοσιεύτηκαν σε διδακτορική διατριβή στο ΑΠΘ όπου μαζί με "αρχαιολογικά, ιστορικά, πολιτιστικά και γλωσσολογικά" δεδομένα δείχνεται ότι οι Πομάκοι είναι αυτόχθονες Θράκες(συγκεκριμένα οι Αγριάνες - δηλαδή πολεμιστές του στρατού του Μεγάλου Αλεξάνδρου [24]). Σύμφωνα με τοπικούς δημοσιογράφους οι αιμοληψίες του Ξυροτύρη έγιναν με δικαιολογία του εμβολιασμού. Αυτό δημιούργησε ταραχή στην μειονότητα της Θράκης και από τότε άρχισαν να βλέπουν αρνητικά άλλους Έλληνες γιατρούς οι οποίοι επισκέπτονταν τα χωριά για ιατρικές εξετάσεις.[25] Τα συμπεράσματα του Ξηροτύρη [24], όπως και άλλες ανάλογες υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί και αναφέρονται σε Τουρκο-Κουμανική καταγωγή των Πομάκων, αμφισβητούνται έντονα και θεωρούνται αναξιόπιστα [26]. Στην Βουλγαρία το 1994 και συγκεκριμένα στο νοσοκομείο της πόλης Στάρα Ζαγόρα μια ομάδα γιατρών έκανε αιμοληψία αίματος από Πομάκους και στην συνέχεια έστειλε το αίμα για εξέταση σε εργαστήριο στα Σκόπια με σκοπό να αποδειχτεί ότι η Πομάκοι είναι καθαρά Βουλγαρική φυλή. Το γεγονός αυτό προκάλεσε σκάνδαλο στη Βουλγαρία.[27][28]
Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι Πομάκοι κατοικούν στον ορεινό όγκο της Ροδόπης στη Θράκη, καθώς και στην Ανατολική Ρωμυλία στη Βουλγαρία. Η πλειοψηφία των Πομάκων βρίσκεται στη Βουλγαρία [4] και εντοπίζονται περισσότερο στο γεωγραφικό χώρο νότια της Φιλιππούπολης μέχρι βόρεια της Ξάνθης και της Κομοτηνής. Εκτιμάται πως ο πληθυσμός τους ανέρχεται σε 385.000 στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης (μέσα σε αυτόν τον αριθμό συμπεριλαμβάνονται και μικρές κοινότητες πομάκων στην ΠΓΔΜ, Αλβανία, Τουρκία κλπ).[28]
Βουλγαρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σχετικά με τον πληθυσμό τους στη Βουλγαρία, παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις σε διαφορετικές εκτιμήσεις που κυμαίνονται μεταξύ 80.000 και 270.000. Κατά την απογραφή του 1992, περίπου 164.000 Μουσουλμάνοι αναγνώριζαν ως μητρική γλώσσα τα βουλγαρικά, ωστόσο ως προς την εθνική τους ταυτότητα αυτοπροσδιορίζονταν ως Βούλγαροι, Βούλγαροι Μουσουλμάνοι ή Τούρκοι. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 131.531 Βούλγαροι προσδιορίζονταν ως Μουσουλμάνοι. Ο αριθμός των Πομάκων στην Ελλάδα και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας εκτιμάται πως είναι 40.000, ενώ στην Αλβανία κυμαίνεται μεταξύ 80.000 και 120.000. Οι Πομάκοι της Τουρκίας θεωρείται πως έχουν αφομοιωθεί πλήρως.[30]
Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στην Ελλάδα, εξαιτίας της ασυνέπειας και των αντικρουόμενων πολιτικών που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις έναντι των Πομάκων, αλλά και λόγω του αμφιλεγόμενου καθεστώτος τους μετά την ανεξαρτησία της Βουλγαρίας από την οθωμανική κυριαρχία το 1878, υπάρχουν λίγες αξιόπιστες στατιστικές για τον πομακικό πληθυσμό. Επιπλέον, η εκτίμησή του είναι δύσκολη, καθώς στις εθνικές απογραφές δεν καταγράφονται ως ξεχωριστή πληθυσμιακή ομάδα αλλά συνήθως συμπεριλαμβάνονται στο μουσουλμανικό πληθυσμό, παρόλο που 3.000 περίπου Πομάκοι είναιΑλεβίτες[31]. Στην Ελλάδα ο αριθμός των Πομάκων υπολογίζεται με βάση την καταγωγή (μητρική γλώσσα) και όχι τη συνείδηση. Σήμερα υπάρχουν Πομάκοι οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται εθνικά ως Τούρκοι κάτι το οποίο υποστηρίζεται από την τουρκική πολιτική. Ο τουρκικός αυτοπροσδιορισμός των Πομάκων υποστηριζόταν και από την ελληνική πολιτική, όταν το διάστημα 1968 μέχρι την δεκαετία του 1980 οι επίσημες αρχές αναγνώριζαν τους Πομάκους ως Τούρκους.[32][33] Οι επίσημες ελληνικές απογραφές από το 1961 δεν συμπεριλαμβάνουν ερωτήματα θρησκεύματος και μητρικής γλώσσας και σήμερα, μετά την απογραφή του 1991 εκτιμάται ότι υπάρχουν, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου εξωτερικών 34.300 Πομάκοι στο σύνολο της μειονότητας (98.000 από τους οποίους οι 49.000 είναι Τουρκογενείς και οι 14.700 Ρομά) [34][35][36]. Γεωγραφικά κατανέμονται στον Έβρο (5,6%), στο νομόΡοδόπης (30,6%) και στο νομό Ξάνθης (63,8%) [37]. Οι Πομάκοι μέχρι την δεκαετία του 1940 ζούσαν στα βουνά της οροσειράς της Ροδόπης και όχι στις πόλεις. Σε πόλεις όπως η Κομοτηνή πριν την δεκαετία του 1990, ανάμεσα από τους Τουρκόφωνους Κομοτηναίους δεν ήταν ήταν συνηθισμένη η χρήση του όρου Πομάκος. Γεωγραφικά οι Πομάκοι ζούσαν πάνω στην οροσειρά της Ροδόπης ενώ στους πρόποδες και στις πεδιάδες ζούνε Ελληνόφωνοι, Τουρκόφωνοι και Ρομά.[24] Στη Ελληνική Θράκη ο όρος Πομάκος είναι γεωγραφικά συσχετισμένος με τα βουνά και ο Πομάκος είναι ο άνθρωπος από τα βουνά, και χρησιμοποιείται στους ανθρώπους που φύγαν από τα βουνά. Η Πομακικότητα συσχετίζεται και με ιστορικά και εθνικά στοιχεία αλλά χωρίς να ξεφεύγει από την σφαίρα της Τουρκικότητας.[38]
Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Υπάρχουν αρκετές πηγές που δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του Μουσουλμανικού πληθυσμού σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας και των βουνών της Ροδόπης (Πομάκοι) εξισλαμίστηκαν με βίαιο τρόπο από το στρατό. Υπήρξαν δύο περίοδοι εξισλαμισμού: α) η μια περίοδος έγινε το πρώτο μισό του 16ου αιώνα κάτω από τον Σουλτάνο Σελίμ Α΄ (1512-1520) και β) η δεύτερη περίοδος εξισλαμισμού έλαβε χώρα το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα κάτω από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Δ΄ (1648-1687).[39] Ο μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος (1508-1553), που επισκέφτηκε την ορεινή Ξάνθη, έγραψε το 1550 ότι μόνο 6 ή 9 χωριά είχαν στραφεί στο ισλάμ[40].
Κατα την παράδοση των Βουλγάρων, ο Μέγας Βεζίρης Κιοπρουλού Μεχμέτ πασάς (1656-1661) απείλησε τους Πομάκους της κοιλάδας του Τσεπίνου (στη βορειοδυτική Ροδόπη) ότι αν δε προσέρχονταν στο Ισλάμ, θα εξοντώνονταν. Πράγματι, το 1656 Οθωμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην κοιλάδα του Τσεπίνου, συνέλαβαν τους προύχοντες των Πομάκων και τους μετέφεραν στον τοπικό πασά, όπου αναγκάστηκαν να υποκύψουν. Ο Μέγας Βεζίρης Μεχμέτ Κιοπρουλού, μετά τον ομαδικό εξισλαμισμό, κατέστρεψε 218 εκκλησίες και 336 παρεκκλήσια στις περιοχές των Πομάκων.[41] Τα ερείπια της καταστροφής παραμένουν έως και σήμερα σε πολλά μέρη. Το γεγονός αυτό έχει μείνει ως ανάμνηση στις Πομακικές κοινότητες. Ο εξισλαμισμός δεν έγινε πάντοτε οικειοθελώς. Πολλοί Πομάκοι προτίμησαν να πεθάνουν παρά να εξισλαμιστούν, πηδώντας σε κάποιο βάραθρο. Σημεία θυσίας των Πομάκων αναφέρονται σε πολλές κωμοπόλεις και χωριά των Πομάκων, όπως το Γκούλεμ Κάμεν στη Γλαύκη Ξάνθης, το Μόμτσι Κάμεν στο Ωραίο Ξάνθης, το Τσερβέν Κάμεν στη Μάνταινα Ξάνθης, η κορυφή Μαρίνα στην Αιώρα Ξάνθης, ο βράχος Νεβιάστα στο Σμόλυαν Βουλγαρίας, το Μόμιν Κάμεν στο Ζλάτογκραντ Βουλγαρίας, στην Πάχνη Ξάνθης, στην Κοττάνη Ξάνθης και στη Σιρόκα ΛάκαΒουλγαρίας.[42]
Με την απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης το 1920, διαπιστώθηκε η ύπαρξη πολλών Πομάκων κρυπτοχριστιανών, οι οποίοι και εκδηλώθηκαν. Στη βιβλιογραφία έχει δημοσιευτεί η περίπτωση κάποιου Γιουσούφ από τον Κέχρο Ροδόπης, που διατηρούσε τα άμφια του παππού του που ήταν χριστιανός ιερέας [41].
Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-1878), οι Πομάκοι επαναστάτησαν κατά των βλέψεων της Βουλγαρίας και ίδρυσαν την αυτόνομη πολιτεία με την ονομασία "Δημοκρατία του Ταμράς", σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία θα περιλαμβάνονταν στην υπό αυτονόμηση Ανατολική Ρωμυλία. Το 1886 η Οθωμανική κυβέρνηση αποδέχτηκε την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία, και έτσι ήρθε το τέλος για την αυτόνομη πολιτεία των Πομάκων. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, πολλοί Πομάκοι συμμετείχαν στην πλευρά των Ελλήνων, έναντι των Βουλγάρων και των Τούρκων. Αξιοσημείωτη είναι η μορφή του Αλή Ζεΐρ Χαβούζ, από τη Δράμα, ο οποίος πήρε μέρος σε πολλές μάχες[43]. Μετά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, οι Πομάκοι ξεσηκώθηκαν κατά της Βουλγαρικής κατοχής (στην οποία είχε περιέλθει όλη η Δυτική Θράκη).
Στις 16 Αυγούστου του 1913, ξέσπασε το επαναστατικό κίνημα στις περιοχές Κοσούκαβακ (σημερινό Κρούμοφγκραντ Βουλγαρίας), Μαστανλί (σημερινό Μόμτσιλγκραντ Βουλγαρίας) και Κάρντζαλι. Οι επαναστάτες κατέλαβαν επίσης την Κομοτηνή, την Ξάνθη και το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης (Δεδέαγατς). Την 1η Σεπτεμβρίου 1913 ιδρύθηκε στην Κομοτηνή η "Προσωρινή Διοίκηση Δυτικής Θράκης" (Garbi Trakya Hukumet i Muvakkatesi). Η Οθωμανική διοίκηση δεν υποστήριξε τους επαναστάτες και έτσι, με την ανοχή Ελληνικής και Οθωμανικής κυβέρνησης, η περιοχή παραδόθηκε στο Βουλγαρικό στρατό στις 30 Οκτωβρίου1913. Οι επαναστάτες (αν και μουσουλμάνοι) αναζήτησαν στήριξη, κυρίως από την Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) διορίστηκε Έλληνας δήμαρχος[44][45][46][47]. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 8 Πομάκοι βουλευτές της Βουλγαρικής βουλής, απευθυνόμενοι στις κυβερνήσεις τηςΕλλάδος και Γαλλίας, ζήτησαν να προστατευτεί η εθνική και θρησκευτική τους ιδιαιτερότητα από τη Βουλγαρική διοίκηση[48]. Η πολιτική της Βουλγαρίας το 1912ήταν οι Πομάκοι να "εκχριστιανιστούν" και να αλλάξουν όνομα και ταυτότητα [49]. Κατά την "Προσωρινή Διοίκηση Δυτικής Θράκης" οι Βούλγαροι επέβαλαν με βία "βουλγαροποίηση" των μουσουλμάνων Πομάκων μέσω χριστιανικών βαπτίσεων. Αναφέρεται σε πηγές ότι ένας εξαρχικός Βούλγαρος κληρικός βάπτιζε τους Πομάκους χριστιανούς παράλληλα τους απέδιδε ένα Βουλγάρικο όνομα σχετικό με την Βουλγάρικη ιστορία και εκκλησία. Καθώς με το ένα χέρι έριχνε αγιασμένο νερό τηρώντας την θρησκευτική παράδοση, με το άλλο χέρι έδινε ένα χοιρινό λουκάνικο να φάνε (το χοιρινό απαγορεύεται αυστηρά από την ισλαμική πίστη). Στις γυναίκες επιβαλλόταν να κυκλοφορούν χωρίς μαντίλα.[50] Η "Χριστιανοποίηση" των Πομάκων παραβίαζε της συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1912) και του Βουκουρεστίου (1913) όπου η Βουλγαρία έπρεπε να σεβαστεί την θρησκευτική ελευθερία - επιλογή των πολιτών.[51]
Για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, οι Πομάκοι υπέστησαν κατά περιόδους πιέσεις ώστε να αλλάξουν τα τουρκικά/μουσουλμανικά ονόματά τους σε βουλγαρικά (1912, 1942, 1962 και 1971-4), όπως επίσης τους δόθηκε αργότερα το δικαίωμα να ανακτήσουν τα ονόματά τους (1913, 1945, 1964 και 1990). Η μετονομασία των Πομάκων συνοδεύτηκε από πιέσεις εκχριστιανισμού τους και απαγορεύσεων ισλαμικών πρακτικών[52]. Η Βουλγάρικη πολιτική είχε σχέδιο αφομοίωσης των Πομάκων την περίοδο 1948 μετακίνησε Πομάκους σε περιοχές όπου υπήρχαν εθνικά Βουλγαρικοί πληθυσμοί. Το 1970-73 έγιναν έντονες προσπάθειες οι Πομάκοι να αλλάξουν τα ισλαμικής/αραβικής προέλευσης ονόματά τους σε Βουλγάρικα. Την δεκαετία 1980 οι Πομάκοι αντέδρασαν με μαζικές διαμαρτυρίες κατά της αλλαγής των ονομάτων τους.[53]
Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής Κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, ένας μικρός αριθμός Πομάκων της ορεινής Ξάνθης υποστήριξε τους αντάρτες του ΕΛΑΣ ενώ αρκετοί Πομάκοι τόσο της ελληνικήςόσο και της βουλγαρικής επικράτειας ενίσχυσαν τις εθνικιστικές αντάρτικες ομάδες του Αντών Τσαούς τόσο ως τροφοδότες και σύνδεσμοι όσο και ως αντάρτες κατά το τέλος της Κατοχής[54] και την περίοδο τωνΔεκεμβριανών. Οι Πομάκοι σύμμαχοι των εθνικιστών ανταρτών ( στην πλειοψηφία τους αυτόμολοι από τη Βουλγαρία ) υπολογίζονταν μεταξύ 300[55] και 600[56] ανδρών ενώ έγγραφο του Φωστερίδη προς το ΓΕΣπεριλάμβανε τα ονόματα 89 Πομάκων[57].
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αντιπροσώπους τους στη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1946, οι Πομάκοι της Βουλγαρίας επανέφεραν το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα. Ο διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού της Ουάσινγκτον Άλμπερτ Βέρνερ, παρουσίασε το θέμα ως εξής: "Ένα ακόμη πρόβλημα μειονότητας παρουσιάστηκε σήμερα στην Ουάσινγκτον στο πρόσωπο των Πομάκων, οι οποίοι είναι αρχαία ελληνική φυλή, ιστορούμενη από την προ του Μεγάλου Αλεξάνδρου εποχή [...] Οι Πομάκοι ποιούνται νυν έκκληση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και προς το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών και ζητούν την διενέργεια δημοψηφίσματος, για να ελευθερωθούν από τη Βουλγαρία και να απολαύσουν την ελευθερία την οποία απολαμβάνουν οι Πομάκοι της Ελλάδας [...]". Ο τύπος επίσης έγραφε: "Το παρελθόν Σάββατον εις το ξενοδοχείο Πενσυλβάνια έλαβε χώρα συνέντευξις προς τους αντιπροσώπους του Αμερικανικού και Ελληνικού τύπου εκ μέρους των κ.κ. Χαμδή Χουσεΐν, πρώην βουλευτού Ροδόπης και Χακή Σουλεϊμάν, αποτελούντων από την αντιπροσωπεία των Πομάκων Θράκης. Οι Πομάκοι εξέθεσαν προς τον τύπο τας απόψεις των και τα δίκαιά των, ζητούντες την ένωσιν των με την Ελλάδα". Η προσπάθεια των Πομάκων δεν τελεσφόρησε διότι είχε προηγηθεί η διανομή της Ευρώπης μεταξύ των τριών μεγάλων δυνάμεων στη Γιάλτα, τον Φεβρουάριο του 1944[58].
Την άνοιξη του 1954 η Ελλάδα θέσπισε τον επίσημο χαρακτηρισμό ολόκληρης της μειονότητας ως Τουρκικής και σε αυτό το χαρακτηρισμό συμπεριλάμβανε και τους Πομάκους.[59][60] Ο νόμος 3065/1954 (ΦΕΚ Α’ 239, 9.10.1954) ήταν ο πρώτος νόμος που ρύθμιζε τα θέματα της μειονοτικής εκπαίδευσης ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα.[61] Στο Νόμο αυτό η Ελλάδα αναγνωρίζει τα σχολεία της μειονότητας ως Τουρκικά.[62] Ο χαρακτηρισμός των Πομάκων ως Τούρκων ήταν στα πλαίσια πολιτικής κατά της κομμουνιστικής Βουλγαρίας και της πιθανής επεκτατικής πολιτικής στην Θράκη και την Μακεδονία. Οι Πομάκοι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940 θεωρούνταν από την Ελληνική πολιτική ως πιθανοί συνεργάτες της Σόφιας και των Σοβιετικών μιας και αυτοί βρίσκονται στα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας και μιλάνε σλαβική γλώσσα, κοντινή με τα Βουλγάρικα. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο οι γειτονικές κομμουνιστικές χώρες θεωρούνταν απειλή και εφαρμόστηκε πολιτική Τουρκοποίησης των Πομάκων οι οποίοι μιλούν Σλαβική διάλεκτο συγγενική με την Βουλγάρικη (η Πομάκικη θεωρείται διάλεκτος της Βουλγάρικης γλώσσας [1]) και ζούσαν στην παραμεθόριο περιοχή κοντά στην τότε κομμουνιστική Βουλγαρία. Σήμερα πολλοί Πομάκοι, λόγω αυτής της πολιτικής αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι. Σήμερα υπάρχουν Πομάκοι που αντιδρούν στην εκμάθηση της Τουρκικής γλώσσας [63]. Σήμερα υπάρχουν αναφορές Πομάκων σε οργανισμούς ανθρώπινων δικαιωμάτων οι οποίοι δηλώνουν ότι δέχονται πίεση να απαρνηθούν την ύπαρξη της Πομάκικης εθνότητας (ακόμη και με οικονομικά κίνητρα) ως διαφορετικής από την Τουρκική.[64] Από την δεκαετία του 1990 η Ελληνική κυβέρνηση αλλά και αργότερα εθνικιστικοί κύκλοι (όπως του ΛΑΟΣ) υποστηρίζουν σωματεία και ομάδες Πομάκων οι οποίοι αναδεικνύουν την ανάδειξη της εθνικής ταυτότητας των Πομάκων ως διαφορετική από την ταυτότητα των Τούρκων. Το 1997 υποστηρίχθηκε η ίδρυση του "Κέντρου Πομακικών Σπουδών" και τότε ξεκίνησε η έκδοση της Εφημερίδας "Ζαγάλισα". Επίσης μέσω του "Κέντρου Πομάκικων Σπουδών" το 2009 ιδρύθηκε ο "Πανελλήνιος Σύλλογος Πομάκων" με χρηματοδότηση του επιχειρηματία Εφιετζόγλου [στ].[65] Ο σημερινός εκδότης της Πομάκικης εφημερίδας "Ζαγάλισα" Αχμέτ Ιμάμ υπήρξε το 2007 υποψήφιος με το ΛΑΟΣ [66][67] ενώ μέχρι το 1993 ήταν δάσκαλος (δημόσιος υπάλληλος) σε μειονοτικό σχολείο της Θράκης. To 1993 απολύθηκε λόγω "ανθελληνικής" δράσης / πειθαρχικής παράβασης άρθρων του υπαλληλικού κώδικα (δημοσίων υπαλλήλων). Το 2000 έκανε προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) κατά της Ελλάδας (Νο. 63719/00) υποστηρίζοντας ότι η απόλυσή του έγινε λόγω ότι ήταν μέλος της Τουρκικής Μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Η προσφυγή του απορρίφθηκε από το δικαστήριο το 2003.[68] Σήμερα ο Αχμέτ Ιμάμ υπερασπίζεται την Πομάκικη ταυτότητα σε διεθνείς οργανισμούς όπως του ΟΑΣΕ [69]. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν τρεις ενεργοί σύλλογοι που αφορούν τους Πομάκους: το Κέντρο Πομακικών Ερευνών και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Πομάκων και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Πομάκων νομού Ξάνθης[70], και δυο εφημερίδες, η Ζαγάλιστα (Αλήθεια στα Πομάκικα) (που εκδίδεται από το Κέντρο Πομακικών Ερευνών και γράφεται στα Πομάκικα με ελληνικούς χαρακτήρες) και η Γκαζέτε Πομάτσκι[71].
Γνωστοί Πομάκοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Αλή Ζεΐρ Χαβούζ, Μακεδονομάχος
- Ρίτα Γουίλσον, ηθοποιός, κινηματογραφική παραγωγός, σύζυγος του Τομ Χανκς, καταγόμενη από το Ωραίο Ξάνθης[72]
- Σουλτούκ Αλή Καραγιόζαμ, εντομολόγος - ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Στάρα Ζαγόρα (Βουλγαρία)
- Αχμέτ Ιμάμ, διευθυντής της Πομάκικης εφημερίδας Ζαγάλισα
- Σεμπαεδήν Καραχότζα, συγγραφέας και δημοσιογράφος
- Ομέρ Χαμδή, πρόεδρος και ιδρυτής του Κέντρου Πομακικών Ερευνών
19 σχόλια:
Πρώτων, οι μουσουλμάνοι της μειονότητας είναι περίπου 140-150.000. Από αυτούς οι 120.000 ζουν στη Δυτική Θράκη και οι υπόλοιποι 30.000 στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ελλάδα, κυρίως στην Αθήνα (π.χ. στο Γκάζι), στον θεσσαλικό κάμπο, αλλά και αλλού. Υπάρχουν επίσης 46.000 Τούρκοι από τη Δυτική Θράκη, από τους οποίους αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα με το γνωστό άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, και ζουν στην Τουρκία, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη (Μπουγιούκ Τσέκμετζε, Ζεϊτίν Μπουρνού κ.α.) και στην Προύσα. Πάνω από 200.000 άτομα στην Τουρκία έχουν ρίζες από τη Δυτική Θράκη (από κάποιον παππού, κάποια γιαγιά κ.τ.λ.).
Δεύτερον, το 1923 οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ήταν περίπου 112.000, και δεν ήταν το 30% του πληθυσμού της Δυτικής Θράκης όπως είναι σήμερα, αλλά η πλειοψηφία του πληθυσμού, το 67% (περισσότερο από τα 2/3), στους οποίους ανήκε το 84% της γης. Οι Έλληνες ήταν λιγότερο από το 1/5 του πληθυσμού (18%) και οι οποίοι κατήχαν το 5% περίπου της γης. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Δ.Θράκης ήταν Βούλγαροι, Αρμένιοι, Εβραίοι κ.α.. Αργότερα εγκατέστησαν στην περιοχή 200.000 χιλιάδες περίπου Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και από την Ανατολική Θράκη, Αρμένιους, Εβραίους, Πόντιους από τον Καύκασο κ.α.
Τρίτον, λένε ότι το όνομα Πομάκος προέρχεται από την ελληνική λέξη “ιππομάχος”, πράγμα που δεν ισχύει. Γιατί δεν ισχύει; Η λέξη ‘Πομάκος’ δεν είναι αρχαία λέξη, δεν είναι αρχαίο όνομα/χαρακτηρισμός, και προέρχεται από το βουλγαρικό ρήμα “Πομάγκαμ” (βοηθάω) με την τουρκική κατάληξη ‘ακ’. Δεν γνωρίζω αν το ρήμα ‘πομάγκαμ’ της βουλγαρικής είναι δάνειο από την ελληνική γλώσσα (από τη λέξη ‘ιππομάχος’) αλλά πάντως και οι ίδιοι οι Πομάκοι της Δυτικής Θράκης, τουλάχιστον οι περισσότεροι, αποκαλούν τους εαυτούς τους: “Pomak Türkleri” (Πομακότουρκοι), δηλαδή Τούρκοι με το όνομα ‘Πομάκ’ να έχει μία προσδιοριστική/εθνοτική και όχι εθνική έννοια. Είναι δηλαδή για τους Τούρκους το "Πομάκος" μία υποταυτότητα, όπως είναι για τους Έλληνες το "Βλάχος", το "Αρβανίτης" κ.α. Σε αυτούς που τους ενοχλεί το “Pomak Türkleri” (Πομακότουρκοι), να θυμηθούν ότι και οι Έλληνες χρησιμοποιούν αντίστοιχους χαρακτηρισμούς, όπως π.χ. "Ελληνόβλαχοι" για τους Βλάχους που έχουν υιοθετήσει την ελληνική κουλτούρα και συνείδηση, ή "Τουρκαλβανοί" όταν αναφέρονται (ή αναφέρονταν) στους Αλβανούς που είχαν ασπαστεί το Ισλάμ, κ.τ.λ.
Τέταρτον, οι Τσιγγάνοι αποκαλούνται στην Ελλάδα ως “Έλληνες Τσιγγάνοι”, ενώ η καταγωγή τους δεν είναι ελληνική (κατάγωνται απ' την Ινδία). Γιατί λοιπόν οι Ρομά της Δυτικής Θράκης που είναι μουσουλμάνοι, και μάλιστα οι περισσότεροι από αυτούς Τουρκόφωνοι, να μην αποκαλούνται ως “Τούρκοι Τσιγγάνοι”; Εφόσον οι περισσότεροι έχουν υιοθετήσει την τουρκική κουλτούρα, και πολλοί από αυτούς, αν όχι όλοι, έχουν αφομοιωθεί από τους Τούρκους.
Στη Συνθήκη της Λωζάννης δεν αναφέρεται τουρκική μειονότητα. Όμως δεν αναφέρονται ούτε Πομάκοι ούτε Τσιγγάνοι/Ρομά. Υπάρχει αναφορά περί Πομάκων στη Συνθήκη της Λωζάννης; Να σημειωθεί ότι η συνθήκη αυτή υπογράφηκε πριν 93 χρόνια, χωρίς φυσικά να ερωτηθούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι (οι απλοί πολίτες). Οι μειονότητες σε μια χώρα δεν υπάρχουν επειδή το προβλέπει ή το επιτρέπει κάποιος νόμος. Οι μειονότητες υπάρχουν, γιατί απλούστατα υπάρχουν. Οι νόμοι υπάρχουν για να προστατεύουν τις μειονότητες και όχι το αντίθετο. Το Ελληνικό Σύνταγμα και οι συμβάσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχει υπογράψει η Ελλάδα πολύ αργότερα από την Συνθήκη της Λωζάνης (άρα και υπερισχύουν αυτής) καθορίζουν με ακρίβεια ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, και δεν κάνουν κανέναν διαχωρισμό σε εθνοτικές, γλωσσικές ή θρησκευτικές ομάδες. Όταν πχ στην Θράκη έχεις μια μερίδα του πληθυσμού που μιλάει την Τουρκική γλώσσα, πιστεύει στο Ισλάμ, έχει τουρκική συνείδηση και αυτοπροσδιορίζεται ως Τουρκική μειονότητα, είναι εντελώς άτοπο να επικαλείσαι συνθήκες του περασμένου αιώνα προκειμένου να αλλάξεις την συνείδηση αυτών των ανθρώπων.
Οι λεγόμενοι Πομάκοι στην πλειοψηφία τους έχουν ενταχθεί στην τουρκική κουλτούρα/ταυτότητα, έχουν τουρκική εθνική συνείδηση και εσείς δεν μπορείτε να το αρνηθείτε. Είναι φιλήσυχοι άνθρωποι και συνήθως δεν προκαλούν προβλήματα, ούτε έχουν πρόθεση να δημιουργήσουν τριβές με τους χριστιανούς συμπολίτες τους. Όμως, θα πρέπει να ξέρετε ότι άλλο είναι το "Έλληνας" και άλλο το "Έλληνας πολίτης" (ή Έλληνας υπήκοος). Έλληνας πολίτης θα μπορούσε να είναι κάποιος οποιασδήποτε καταγωγής. Εγώ π.χ. θα μπορούσα να πάρω την κινεζική υπηκοότητα αλλά αυτό δεν θα με μετέτρεπε αυτόματα σε σχιστομάτη. Αν έπαιρνα την υπηκοότητα του Κονγκό, αυτό αυτομάτως δεν θα με μετέτρεπε σε Ζουλού, αν έπαιρνα την Κενυάτική υπηκοότητα, δεν θα μετατρεπόμουν αυτομάτως σε Μασάι (μία φυλή νέγρων). Οι άνθρωποι αυτοί είναι Έλληνες πολίτες, αλλά όχι Έλληνες.
Οι Πομάκοι που συντάσσονται με τον ελληνικό εθνικισμό είναι μία μειοψηφία. Θα έλεγα ότι δεν είναι ούτε το 10% των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Επιπλέον, ας δούμε και κάτι ακόμα. Όλοι οι μειονοτικοί της Δυτικής Θράκης (σε ποσοστό 90%) στις ευρωεκλογές του 2014 ψήφισαν το κόμμα D.E.B. που εκφράζει την τουρκική ταυτότητα. Στις επόμενες εθνικές εκλογές (το 2015) ο Πομάκος υποψήφιος του κόμματος ΑΝ.ΕΛ., Μεχμέτ Αλή Ιρφάν, που δηλώνει Έλληνας Πομάκος, δεν πήρε παρά μόνο λίγες εκατοντάδες ψήφους. Στις δε ευρωεκλογές του 2019 στον αμιγώς μουσουλμανικό-πομακικό Δήμο Μύκης - στα λεγόμενα 'πομακοχώρια' - το ΚΙΕΦ/DEB πήρε πάνω από το 60% των ψήφων.
Οι Τούρκοι Δυτικής Θράκης, ζoυv στην Ελλάδα, εντός των συνόρων της Δυτικής Θράκης, και κατά την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, έμειναν έξω από την υποχρεωτική μετακίνηση. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία 130.000 μουσουλμάνοι - οι περισσότεροι από αυτούς Τούρκοι - ζουν στη Θράκη. Οι ρίζες των Τούρκων της Δυτικής Θράκης είναι από την περιοχή της Ανατολίας/Μικράς Ασίας, και κυρίως από τους Ογούζους Τούρκους (Oğuz Türkleri). Η οθωμανική κατάκτηση της Θράκης άρχισε το 1352 μ.Χ., και συνεχίστηκε κατά τα έτη 1357-1359 μ.Χ. εντατικά. Στα έγγραφα που αφορούν το έτος 1360, από τους οικισμούς και τα χωριά με τουρκικές ονομασίες στην περιοχή, φαίνεται να είναι εγκατεστημένοι σε πολλά χωριά και αγροκτήματα. Να πούμε εδώ ότι είχε ήδη προηγηθεί η μετανάστευση στην περιοχή Τούρκων από τα σελτζουκικά τουρκικά εμιράτα της δυτικής Μικράς Ασίας (από τα εμιράτα του Καρεσί και του Σαρουχάν), Τσεπνίδων Τούρκων που οι περισσότεροι ήταν Μπεκτασίδες, μουσουλμάνων από το Χορασάν (περιοχή ανατολικού Ιράν και Αφγανιστάν), κ.α. Επίσης, στην Οθωμανική περίοδο μετανάστευσαν στην περιοχή - σε μικρούς όμως αριθμούς - Αλβανοί μουσουλμάνοι, Τουρκοκρητικοί, Τσερκέζοι, Κούρδοι, κ.α.
Το 1951 υπογράφηκε το πρώτο Μορφωτικό Πρωτόκολλο, με το οποίο δεχόταν η ελληνική κυβέρνηση να διδάσκονται την τουρκική γλώσσα ως μητρική γλώσσα οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης στα μειονοτικά σχολεία. Το 1954 ψηφίστηκε ο νόμος 3065. Ο νόμος 3065/1954 (ΦΕΚ Α’ 239, 9.10.1954) ήταν ο πρώτος νόμος που ρύθμιζε τα θέματα της μειονοτικής εκπαίδευσης, και καταργήθηκε το 1979. Στον Νόμο αυτόν η Ελλάδα αναγνωρίζει τα σχολεία της μειονότητας ως Τουρκικά. Υπάρχουν σχετικές φωτογραφίες με τις ταμπέλες των που ήταν αναρτημένες στα μειονοτικά σχολεία, τα οποία αναφέρονταν ως "τουρκικά". Μάλιστα, φρόντισε ο τότε υπουργός Παιδείας να στείλει έγγραφο σε όλα τα σχολεία της Επικράτειας που υπήρχαν μουσουλμάνοι, μέσω του οποίου ζητούσε την διακριτική ευνοϊκή μεταχείριση των Τούρκων μαθητών. Επίσης το Πρωτόκολλο του 1968 επιβεβαίωνε το Πρωτόκολλο του 1951 και τον νόμο του 1954. (Hugh Poulton, Suha Taji-Farouki (1997). Muslim Identity and the Balkan State. United Kingdom: C. Hurst & Co, σελ. 85. και Stefanos, Stavros (1997). «Cultural Rights for National Minorities: Covering the Defict in the Protection Provided by the European Convention on Human Rights». IALS Bulletin 25: 9.)
Την άνοιξη του 1954 λοιπόν η κυβέρνηση αποφάσισε ότι η μουσουλμανική κοινότητα της περιοχής θα έπρεπε να αποκαλείται 'τουρκική μειονότητα' και ότι ο όρος 'μουσουλμανικός-ή-ό' θα έπρεπε να αφαιρεθεί και να μην χρησιμοποιείται. Στις 28/1/1954, ο Γενικός Διοικητής Θράκης, συνταγματάρχης Γ. Φεσσόπουλος, εκδίδει την παρακάτω διαταγή προς τους δημάρχους και κοινοτάρχης της Ροδόπης:
«Κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλούμεν όπως εφεξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρου 'Τούρκος - τουρκικός', αντί του τοιούτου 'μουσουλμάνος - μουσουλμανικός'. Επί τούτοις δέον να μεριμνήσετε δια την αντικατάστασιν των εν τη περιφέρεια υμών υφισταμένων διαφόρων επιγραφών, όπως 'Μουσουλμανικόν σχολείον, Μουσουλμανική κοινότης' κ.τ.λ. δια της ταύτης 'Τουρκικόν'.»
Διαπιστώνοντας ο Φεσσόπουλος, ότι κάποιοι δήμαρχοι και κοινοτάρχες δεν φάνηκαν και τόσο πρόθυμοι να εκτελέσουν τις εντολές του διατάγματος, έναν χρόνο αργότερα, στις 5 Φεβρουαρίου 1955, εκδίδει και δεύτερη διαταγή, λέγοντας:
«Παρά τας αυστηράς διαταγάς της κυβερνήσεως περί της αντικαταστάσεως και χρησιμοποιήσεως του λοιπού των όρων 'μουσουλμάνος - μουσουλμανικός' δια των τοιούτων 'Τούρκος - τουρκικός', εις το χωρίον Άρατος επί της δημοσίας οδού Κομοτηνής-Αλεξανδρουπόλεως, υφίσταται επιγραφή εμφανέστατη αναγράφουσα 'μουσουλμανικό σχολείο'. Να αντικατασταθεί αμέσως, τόσον αυτή, όσο και πάσα άλλη τυχόν υπάρχουσα εις την περιοχή του νομού Ροδόπης.». (Γενική Διοίκηση Θράκης. Διεύθυνση Εσωτερικού, Κομοτηνή, 28 Ιανουαρίου, 1954, Reg. N. A. 1043, στο Ανδρεάδης, 'Η Μουσουλμανική Μειονότητα στη Δυτική Θράκη', Θεσσαλονίκη, 1956)
Η αλλαγή του χαρακτηρισμού από Τουρκικά σε Μουσουλμανικά ή Μειονοτικά (Μ/ΚΑ) θεσπίστηκε τον Μάρτιο του 1972 κατά την διάρκεια της Χούντας. (Hugh Poulton, Suha Taji-Farouki (1997). Muslim Identity and the Balkan State. United Kingdom: C. Hurst & Co, σελ. 85. και Stefanos, Stavros (1997). «Cultural Rights for National Minorities: Covering the Defict in the Protection Provided by the European Convention on Human Rights». IALS Bulletin 25: 9.)
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι τον χαρακτηρισμό "Τούρκοι" για τους μειονοτικούς πολίτες της Δυτικής Θράκης και την ονομασία "τουρκική" για τη μειονότητα υιοθετεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και μάλιστα κατά τις επίσημες συνομιλίες του με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ στο Μοντρέ της Ελβετίας (10-11.3.1978).
Σύμφωνα με το κείμενο που περιλαμβάνεται στο δημοσιευμένο «Αρχείο Καραμανλή» (τ. 10, σ. 134-135), ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας είχε δηλώσει τα ακόλουθα στον Τούρκο ομόλογό του:
«Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα των μειονοτήτων, η δική μας πλευρά είναι εκείνη που θα πρέπει να εγείρει θέμα. Η εξέλιξις του προβλήματος αυτού έχει ως εξής: Οταν υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης, υπήρχαν 111.000 Ελληνες εις την Τουρκία και 106.000 Τούρκοι εις Ελλάδα. Σήμερα υπάρχουν 10.000 Ελληνες στην Κωνσταντινούπολη και 120.000 Τούρκοι στην Ελλάδα.
Με αποτέλεσμα η ισορροπία που προεβλέπετο στην Συνθήκη της Λωζάννης ανετράπη εναντίον μας. Το μόνο θέμα που μπορεί να εγερθεί στο σημείο αυτό είναι η επαναφορά της ισορροπίας αυτής. Δεν είχα ποτέ την πρόθεση, ως Κυβέρνησις, να ενοχλήσω την τουρκική μειονότητα.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 300 τουρκικά δημοτικά σχολεία, 2 γυμνάσια, 280 τεμένη, 7 περιοδικά στην τουρκική και 2 βουλευτές, αμφότεροι στην αντιπολίτευση, ένας του φιλοχουντικού κόμματος και ένας του κόμματος του Κέντρου.
Επαναλαμβάνω ότι, αν σημειώθηκαν οποιεσδήποτε υπερβολές απ’ τις τοπικές αρχές, είμαι πρόθυμος να τις συζητήσω. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κυβέρνησις έχει πολιτική διωγμού. Σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω το καλύτερο δυνατό για να προλάβω τέτοιες υπερβολές.».
Ο δε Υπουργός Εξωτερικών το 1989 Αντώνης Σαμαράς είχε πει: «Πρέπει να καταλάβουμε ότι εγώ ο ίδιος, εάν ζω στα 55 ή 60 χρόνια μου και έχω κυβερνητικές ευθύνες, δεν πρόκειται να αντιμετωπίζω το πρόβλημα της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη π.χ., γιατί οι Τούρκοι θα ’χουν φύγει από κει, θα ’χουν εγκατασταθεί στη Φρανκφούρτη ή τη Μασσαλία..» (Εποπτεία, τχ. 141, Ιανουάριος 1989)
Αξίζει εδώ να πούμε ότι το 1936 δημιουργήθηκαν οι Eπιτηρούμενες Zώνες, από την ορεινή Θράκη μέχρι την Ήπειρο. Οι περιοχές κατοικίας των Πομάκων έγιναν απαγορευμένες και ελεγχόμενες με μπάρες. Για την είσοδο στις περιοχές αυτές χρειαζόταν ειδική άδεια από την αστυνομία. Οι Επιτηρούμενες Ζώνες καταργήθηκαν στις 17/11/1995 από τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης Γεράσιμο Αρσένη. Οι Πομάκοι απομονώθηκαν από το ελληνικό κράτος. Για χρόνια ένας μουσουλμάνος της Δυτικής Θράκης - και ιδιαίτερα αυτών από τα ορεινά χωριά - δεν μπορούσαν να βγάλουν άδεια οδήγησης, άδεια άσκησης επαγγέλματος, άδεια επισκευής σπιτιών, κ.α. Αξίζει επίσης εδώ να αναφέρουμε το ξύλο που έτρωγε από τους Έλληνες χωροφύλακες όποιος Πομάκος δεν δήλωνε Τούρκος μέχρι τη δεκαετία του '70.
Να πούμε επίσης ότι οι Πομάκοι που ζουν στην Ελλάδα, παρά τη σλαβογενή γλώσσα τους, δεν ήταν επιθυμητοι από τις βουλγαρικές αρχές λόγω των επιθέσεων που διαπράχθηκαν από αυτούς στον βουλγαρικό πληθυσμό κατά τη διάρκεια του 1913. Οι ίδιοι οι Πομάκοι επίσης, μη επιθυμώντας να προσαρτηθούν στη Βουλγαρία, επιθυμούν να παραμείνουν στην Ελλάδα ως Έλληνες Πολίτες. Μετά τις εκλογές πού πραγματοποιήθηκαν τό 1914 στή διάρκεια τής πρώτης βουλγαρικής κατοχής της Δυτικής Θράκης, οι "Τούρκοι μουσουλμάνοι βουλευτές τής Δυτικής Θράκης στή Βουλγαρική Βουλή" (όπως προσδιορίζονται οι ίδιοι), μέ υπόμνημα πού έστειλαν άπό τή Σόφια, στις 31/12/1918, στον Γάλλο στρατηγό D’Esperey ζήτησαν τήν κατάληψη τής Δυτικής Θράκης άπό συμμαχικά στρατεύματα μέ συμμετοχή καί ελληνικών στρατευμάτων. (Κ. Γέραγας, ’Αναμνήσεις έκ Θράκης 1920-1922, ’Αθήνα, «Εστία», 1926, σσ. 53-56)
Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) - The Treaty of Sèvres (French: Traité de Sèvres), δέχθηκε το αίτημά τους και διέταξε τις ελληνικές αρχές να αφήσουν στην Ελλάδα τους Πομάκους που για δικούς τους λόγους δεν μπορούσαν και δεν ήθελαν να πάνε στη Βουλγαρία. Στη Βουλγαρία εγκαταστάθηκαν μόνο οι Πομάκοι από τα χωριά που δεν είχουν συνεργαστεί με τους Τούρκους το 1913.!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Και να κάνω ένα ρητορικό ερώτημα. Πολλοί δεν το γνωρίζουν αλλά γιατί όταν κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο εισέβαλαν οι Βούλγαροι στο χωριό Δημάριο (ορεινή Ξάνθη) οι ντόπιοι Πομάκοι, που ομιλούσαν μία βουλγαρική διάλεκτο, δήλωναν στους Βούλγαρους με πείσμα ότι: "Εμείς είμαστε Τούρκοι! Εμείς δεν είμαστε Βούλγαροι!"
Οι Πομάκοι προέρχονται φυλετικά από μία μείξη ντόπιων προσλαβικών πληθυσμών με Τσεπνίδες Τούρκους, οι οποίοι ήρθαν στη Δυτ. Θράκη τον 11ο αιώνα μ.Χ., διά μέσου του Πόντου (δηλαδή των βόρειων ακτών της Μικράς Ασίας). Κατά πάσα πιθανότητα οι πρόγονοι τους αναμίχθηκαν με Πετσενέγους και Κουμάνους (τουρκικές φυλές που έφτασαν στην περιοχή τον 5ο-6ο αιώνα μ.Χ.) αλλά ίσως και με σλαβικές φυλές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Βουλγαρίας και της Θράκης, και δεν είναι όλοι "γαλανομάτες και ξανθοί" όπως αρέσκονται να λένε οι Έλληνες, αλλά μια μειοψηφία τους (όχι ότι αυτό έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία).
Οι Πομάκοι είναι τα εγγόνια των ακιντζήδων - σώμα ατάκτων ιππέων - της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως είπα, "Πομάκος" σημαίνει "βοηθός" και Πομάκοι ήταν εκείνοι οι μουσουλμάνοι που βοήθησαν τα Οθωμανικά στρατεύματα να κατασβήσουν την εξέγερση των Βουλγάρων του Μπατάκ το 1876 μ.Χ., ενώ κατά τη διάρκεια των Ρωσσοτουρκικών πολέμων οι Πομάκοι ήταν στο πλευρό των Τούρκων. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι στη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων μουσουλμάνοι από τα βόρεια της Βουλγαρίας μετανάστευσαν σε πιο νότιες περιοχές. Το όνομα 'Πομάκος' δεν είναι αρχαίο όνομα, δεν έχει σχέση με τις λέξεις 'ιππόμαχος', 'απόμαχος' ή με τη λέξη 'πότης' κ.α. Η ονομασία «Πομάκοι», καταγράφεται για πρώτη φορά άλλωστε από τον Γάλλο Ami Boué (1840) σε περιοδεία του στα Βαλκάνια το 1839, αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρύτερα στις Οθωμανικές πηγές μετά το Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο του 1877-78 μ.Χ. Είτε λοιπόν το "Πομάκος" προέρχεται από το ρήμα "πομάγκαμ" ("βοηθάω" στα βουλγάρικα) είτε αποτελεί παραφθορά του "μομάκ" (παλικάρι) κ.α. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν και την εκδοχή ότι το "Πομάκ" είναι παραφθορά του 'ποτουρνάκ' (αυτός που εκτουρκίστηκε).
Από τους Έλληνες υποστηρίζεται ότι φυλετικά οι Πομάκοι είναι απόγονοι των αρχαίων Αγριάνων, επειδή η περιοχή τους - και συγκεκριμένα η βόρεια Θράκη και η Πελαγονία - ονομάζονταν Αχριδώ, λέξη που τη συσχετίζουν με το όνομα των αρχαίων Αγριάνων. Στην πραγματικότητα οι Αγριάνες κατοικούσαν στο κέντρο της Βαλκανικής, στα βόρεια των Παιόνων, και όχι στη Ροδόπη (όπου κατοικούσαν οι Βήσσοι, οι Οδρύσσες, κ.α. Η Αχριδώ βρισκόταν στην Ροδόπη και αποτελούσε από τμήμα του Θέματος Φιλιππούπολης. Το Θέμα Φιλιππούπολης, Μόρας, Βερόης και Αχριδώς, ήταν διοικητική διαίρεση, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη κατά τον 12ο αιώνα. Αναφέρεται και το 1198 σε χρυσόβουλο του Αλέξιου Β΄ Κομνηνού σαν Θέμα Φιλιππούπολης, Μόρας, Βερόης και Αχριδώς. Πιθανότατα δημιουργήθηκε με την ένωση των Θεμάτων Φιλιππούπολης και Βερόης και τις περιφέρειες των φρουρίων της Μόρας και της Αχριδώς. Κατά πάσα πιθανότητα όμως το όνομα "Αχριδώ" έχει κοινή προέλευση με το όνομα της πόλης Αχρίδα (ή Οχρίδα). Στα σλαβικά το όνομα της πόλης γράφεται 'Охрид' (рид σημαίνει λόφος) και προέρχεται από το на ридот που σημαίνει επί του λόφου, πάνω στον λόφο. Η Οχρίδα είναι κτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σε έναν λόφο, στις ακτές της λίμνης. Δηλαδή πιθανότατα το όνομα "Αχριδώ" είναι σλαβικής προέλευσης και δεν σχετίζεται με τους αρχαίους Αγριάνες.
Επίσης, λέγεται ότι το Αχρέν ή αχράν (ή στα ελληνικά 'Αχριάνες'), ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι Πομάκοι για τους εαυτούς τους παλαιότερα, προέρχεται είτε από το σλαβικό ohreyan (άξεστοι) είτε από την οθωμανική λέξη ahir - προέρχεται από τα αραβικά - που σημαίνει ο τελευταίος (στον πληθυντικό ahiriyan), δηλαδή αυτοί που ασπάστηκαν το Ισλάμ τελευταία. Τον 16ο αιώνα ο Εβλιγιά Τσελεμπί έγραφε ότι: «οι Αχριγιάν ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί...» Επίσης, και ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ, είναι ότι ο Εβλιγιά Τσελεμπί επίσης είπε ότι: «Αχριγιάν υπήρχαν στη Βόρεια Θράκη, στον Τύρναβο της Θεσσαλίας και στην Πελοπόννησο». Δηλαδή άτομα που εξισλαμίστηκαν υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Δηλαδή ΔΕΝ ΣΥΝΔΕΟΤΑΙ οι Ahiriyan/Αχριάνες με τους αρχαίους Αγριάνες. Άλλωστε το "ahiriyan" είχε θρησκευτική - και ΌΧΙ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΚΗ - έννοια ήδη από τον 15ο μ.Χ. αιώνα, όπου οι μουσουλμάνοι αποκαλούσαν έτσι (υποτιμητικά) τους αιρετικούς Μπεκτασίδες: Αχιριγιάν/Αχριάνες, αυτοί που άφησαν τη θρησκεία, αυτοί που αποστάτησαν. «Αχριγιάν υπήρχαν στη Βόρεια Θράκη, στον Τύρναβο της Θεσσαλίας και στην Πελοπόννησο». Δεν υπάρχει λοιπόν σύνδεση του ονόματος Αγριάνες με τους Πομάκους.
Να αναφέρουμε εδώ ότι οι Τούρκοι του ορεινού όγκου στη Δυτική Θράκη, αποκαλούνται ή αυτοαποκαλούνται 'Πομάκοι' (από το 'Πομάκ'), ενώ οι Τούρκοι του κάμπου αποκαλούνται 'Τσιτάκ'. Την ίδια στιγμή λοιπόν που πολλοί αναφέρονται στους Πομάκους και χρησιμοποιούν το όνομα και τις ιδιαιτερότητες τους για να δηλώσουν ότι οι Πομάκοι δεν είναι Τούρκοι, δεν είδα ΚΑΝΕΝΑΝ να αναφέρεται στην ύπαρξη Τσιτάκων ή Τσιτάκηδων ως ξεχωριστή εθνότητα ή ξεχωριστό έθνος. Και αυτό βεβαίως είναι σωστό επειδή δεν υπάρχει ξεχωριστή Τσιτάκικη εθνότητα, όπως δεν υπάρχει και πομάκικη εθνότητα. Υπάρχουν μόνο διάφορες εθνοπολιτισμικές ομάδες των Τούρκων της Δυτικής Θράκης. Οι όροι "πομάκ" και "τσιτάκ" είναι προφανώς εθνοπολιτισμικοί όροι. "Πομάκ" λέγονται αυτοί που κατοικούν στα βουνά, ενώ "Τσιτάκ" είναι αυτοί που κατοικούν στον κάμπο.
Δεν υπάρχει κάποια απόδειξη που να πιστοποιεί τον συσχετισμό των Πομάκων με τους Αγριάνες. Οι Αγριάνες ή Αγράϊοι ή Αγριεΐς ή Αγραίοι ήταν παιονικό φύλο που κατοικούσε στην πάνω κοιλάδα του Στρυμόνα, μεταξύ Αίμου και Ροδόπης, όμως από τον 3ο αι π.Χ. και μετά δεν έχουμε ιστορικές μαρτυρίες για τους Αγριάνες. Από την άλλη, στα χρόνια του Βυζαντίου ο χώρος της Θράκης δέχθηκε τις επιδρομές πολλών και διάφορων φύλων, όπως Γότθοι, Ούννοι, Σκλαβηνοί, Άβαροι, Σλάβοι, Βούλγαροι, και αργότερα Ούζων, Κουμάνων, Αβάρων, Πετσενέγων, κ.α. Επίσης, κατά καιρούς διάφοροι πληθυσμοί μεταφέρθηκαν στην Θράκη, όπως για παράδειγμα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), μετέφερε Αρμένιους Παυλικιανούς από τη Μικρά Ασία στην περιοχή της Φιλιππούπολης - ο παυλικιανισμός ήταν αίρεση - ενώ την ίδια εποχή εμφανίσθηκε στη Βουλγαρία η αίρεση του Βογομιλισμού.
Είναι πολύ αμφίβολη μία απευθείας καταγωγή των Πομάκων από τους αρχαίους Αγριάνες λοιπόν, για να μην πούμε σχεδόν αδύνατη. Επίσης, στην Ξάνθη υπάρχει μία συνοικία με το όνομα Aren ή Ahren mahallesi. Η ονομασία αυτή προέρχεται από το Ahιryan, δηλαδή η περιοχή με τα αχούρια. Στην περιοχή υπήρχαν στάβλοι (αχούρια), όπου διανυκτέρευαν με τα ζώα τους οι κάτοικοι που έρχονταν στην πόλη απ' τα βουνά, και δεν είχαν που να μείνουν. Δεν υπάρχει λοιπόν σύνδεση του Ahιryan, Αχρέν, Αρέν, κ.α., με το Αγριάνες.
Την περίοδο της χούντας κορυφώνεται η αντιπαράθεση μεταξύ των τριών χωρών (Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας) φτάνοντας μέχρι την πολεμική σύγκρουση (εισβολή Ελλάδας – Τουρκίας στην Κύπρο, κίνδυνος γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου). Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολεμικής έντασης ενεργοποιείται από την χούντα η «αρχή της αμοιβαιότητας» στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων των δύο χωρών και ξεκινά μια συστηματική πολιτική καταπίεσης της μειονότητας της Θράκης, η οποία αποσκοπούσε στην εκδίωξή της. Η χούντα δεν προχώρησε στην αλλαγή του νομικού πλαισίου των σχέσεων της μειονότητας με το κράτος, αλλά επιχείρησε μέσα από μια σειρά διοικητικών αποφάσεων και ρυθμίσεων ή ενεργοποίηση παλαιότερων νόμων που είχαν θεσπιστεί εναντίον των σλαβομακεδόνων, να δημιουργήσει ένα ασφυκτικό κλίμα, που θα ανάγκαζε τα μέλη της μειονότητας να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Αυτή η πολιτική εγκαινιάστηκε με επιθετικό τρόπο από τη χούντα, αλλά συνεχίστηκε και εν μέρει συμπληρώθηκε απ’ όλες τις κυβερνήσεις μέχρι τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας το ’80.
Έτσι η χούντα ενεργοποίησε ένα μεταξικό νόμο με βάση τον οποίο απαγόρευε σε άτομα της μειονότητας να αγοράζουν γη και να προβαίνουν σε επέκταση ακινήτων. Το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας απέκτησε ισχύ και για τη μειονότητα της Θράκης. Το άρθρο αυτό αφαιρούσε την ελληνική ιθαγένεια από «αλλογενείς εγκαταλείποντες το ελληνικό έδαφος άνευ προθέσεως παλλινοστήσεως» και ο κάθε αξιωματούχος του ελληνικού κράτους είχε το δικαίωμα ερμηνείας των προθέσεων των ατόμων που πήγαιναν στο εξωτερικό. Με βάση αυτό το άρθρο έχασαν την ιθαγένεια άνθρωποι οι οποίοι πήγαν για σπουδές ή για επαγγελματικούς λόγους στην Τουρκία, άλλοι που μετανάστευσαν στη Γερμανία, ακόμα και σε άλλες πόλεις ή χωριά της Ελλάδας, ακόμα και της Θράκης (αναφέρεται περίπτωση ατόμου που έχασε την ιθαγένεια όταν πήγε... φαντάρος). Όταν τελικά καταργήθηκε αυτό το ρατσιστικό άρθρο το 1998, είχαν χάσει την ιθαγένειά τους, σύμφωνα με την επίσημη άποψη, περισσότερα από 40.000 άτομα. Παρ’ όλο που το άρθρο καταργήθηκε ως άδικο, η κατάργηση δεν είχε αναδρομική ισχύ.
Ταυτόχρονα όλη αυτή την περίοδο πάρθηκαν μια σειρά από αποφάσεις με τις οποίες: Απαγορευόταν η αγορά γης, σπιτιών, γεωργικών μηχανών και αυτοκινήτων, η παροχή αδειών οδήγησης, επαγγελματικών αδειών, αδειών κατασκευής κατοικίας ή ανέγερσης/επισκευής τζαμιών, η παροχή δανείων απ’ τις τράπεζες κ.α. Το κράτος προχώρησε παράλληλα σε μία συστηματική πολιτική απαλλοτρίωσης κτημάτων που ανήκαν σε άτομα της μειονότητας με διάφορα προσχήματα, ενώ βοηθούνταν με δάνεια Έλληνες να αγοράζουν μουσουλμανικά κτήματα. Στους αποφοίτους των τουρκικών πανεπιστημίων το ΔΙΚΑΤΣΑ αρνούνταν να αναγνωρίσει τα πτυχία τους δημιουργώντας έτσι ένα ολόκληρο στρώμα ανέργων πτυχιούχων μέσα στη μειονότητα. Η εκλογή διαχειριστικής επιτροπής των βακουφιών απαγορεύτηκε και στο εξής οι διαχειριστές διορίζονται (μέχρι σήμερα) από το κράτος. Τα μειονοτικά σχολεία πέρασαν στον έλεγχο του κράτους με στόχο την «αποτουρκοποίηση» της εκπαίδευσης της μειονότητας.
Ταυτόχρονα αυτή την περίοδο απαγορεύτηκε η χρήση των όρων τουρκικός και Τούρκος. Επαγγελματικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι που έφεραν τον προσδιορισμό τουρκικός υποχρεώθηκαν να αλλάξουν όνομα ή καταργήθηκαν. Εξαπολύθηκαν νομικές διώξεις εναντίον ατόμων που διακήρυξαν την τουρκική τους ταυτότητα. Οι αποφάσεις οι οποίες απαγορεύουν τη χρήση αυτών των όρων εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα.
Έτσι, κατά την περίοδο της χούντας, αλλά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 περίπου, το κράτος ακολούθησε μια σκληρή επιθετική πολιτική εναντίον της μειονότητας. Ο βασικός στόχος ήταν να εξαναγκαστεί ένα μεγάλο τμήμα να εγκαταλείψει την Ελλάδα, όπως είχε κάνει και το τουρκικό κράτος με την ελληνική μειονότητα. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιδιωκόμενα, καθώς ο κατά βάση αγροτικός χαρακτήρας της μειονότητας της Θράκης, αλλά και το χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας, έκαναν δύσκολη την απόφαση της φυγής προς την Τουρκία.
Η πτώση της χούντας, η μεταπολίτευση και η «αλλαγή» του ’81 δεν έφεραν ουσιαστικές αλλαγές στην αντιμετώπιση της μειονότητας από το κράτος. Η αίσθηση όμως της δυνατότητας μιας γενικής πολιτικής αλλαγής που επικρατούσε κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης δεν μπορούσε να μην έχει επίδραση και στη Θράκη. Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέσα στη μειονότητα εκδηλώνονται προσπάθειες αντίδρασης στην καταπίεση που είχε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια. Οι προσπάθειες αυτές πήραν δύο μορφές, οι οποίες εκδηλώθηκαν παράλληλα ή συμπληρωματικά.
Άτομα των οποίων ο ηγετικός ρόλος μέσα στη μειονότητα βασιζόταν στις σχέσεις που μπορούσαν να έχουν παράλληλα με το τουρκικό κράτος και τα δύο κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (ως πολιτευτές του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ), επιδίωξαν να αναδείξουν τα προβλήματα της καταπίεσης και του αποκλεισμού, προβάλλοντας ένα μειονοτικό, εθνικιστικό πολιτικό λόγο. Κομβικό στοιχείο αυτού του πολιτικού λόγου ήταν η διακήρυξη της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας. Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν με τις εκλογικές επιτυχίες των ανεξάρτητων μειονοτικών βουλευτών στις εκλογές του ’89 - ’90.
Ταυτόχρονα όμως οι αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος διεκδίκησης. Το 1983 έγινε η πρώτη μαζική διαμαρτυρία μειονοτικών ενάντια στις απαλλοτριώσεις κτημάτων για την Πανεπιστημιούπολη στην Κομοτηνή.
Το 1985 η μειονότητα δεν αποδέχτηκε τον διορισμένο Μουφτή της Κομοτηνής και προέβη σε εκλογή άλλου Μουφτή τον οποίο δεν αναγνώρισε το ελληνικό κράτος. Το ίδιο έγινε και στην Ξάνθη.
Το 1987 και το 1988 οι πτυχιούχοι τουρκικών πανεπιστημίων, διαμαρτυρόμενοι επειδή τα πτυχία τους δεν αναγνωρίζονταν από το ΔΙΚΑΤΣΑ, πραγματοποίησαν δύο πορείες και απεργία πείνας. Οι κινητοποιήσεις των πτυχιούχων βρήκαν συμπαράσταση από «πλειονοτικούς».
Το 1988 έγιναν δύο μαζικές πορείες διαμαρτυρίας στην Κομοτηνή μετά την τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου να απαγορευτεί ο όρος τουρκικός από τις ενώσεις της μειονότητας. Στη δεύτερη πορεία ξέσπασαν συγκρούσεις με την αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί.
Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε, ξεκίνησαν και οι προσπάθειες για εκλογή ανεξάρτητου μειονοτικού βουλευτή στις εκλογές του ’89, καθώς ο εκλογικός νόμος έδινε αυτή τη δυνατότητα. Το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε με πανικό αυτή την πιθανότητα και ξεκίνησε σειρά δικαστικών διώξεων εναντίον του υποψήφιου Αχμέτ Σαδίκ (με κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμηση, διασπορά ψευδών ειδήσεων και πλαστογραφία). Κατά τη διάρκεια των δύο δικών του έγιναν διαδηλώσεις από την μειονότητα.
Ο Αχμέτ Σαδίκ εκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές της 18ης Iουνίου 1989 και αργότερα, στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989, εκλέχτηκε ο ανεξάρτητος υποψήφιος Mολλά Pοντοπλού με τον συνδυσμού «Eμπιστοσύνη». Η εκλογή του Ροντοπλού δημιούργησε νέα προβλήματα, καθώς η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ προϋπέθετε τη στήριξη του Pοντοπλού. Όλα όμως τα κόμματα απέρριψαν αυτή τη πιθανότητα και τελικά σχηματίστηκε η τρικομματική κυβέρνηση Ζολώτα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ).
Όμως αυτή η πιθανότητα, να αναδειχτεί ένας ανεξάρτητος μειονοτικός βουλευτής σε ρυθμιστικό παράγοντα για το σχηματισμό κυβέρνησης, ήταν κάτι το οποίο δύσκολα μπορούσε να ανεχτεί το ελληνικό κράτος. Ήδη, οι διαμαρτυρίες των μειονοτικών ενάντια στα μέτρα καταπίεσης και αποκλεισμού, είχαν προκαλέσει την κινητοποίηση μηχανισμών του ελληνικού κράτους και της εθνικιστικής δεξιάς. Έγιναν νέες διώξεις εναντίον των Σαδίκ και Ροντοπλού και καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλάκιση και 3ετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Κατά τη διάρκεια αυτών των δικών (Ιανουάριος 1990) οργανώθηκαν και πάλι μαζικές συγκεντρώσεις από την μειονότητα.
Όμως τώρα οι ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι, έχοντας εξασφαλισμένη την ανοχή του κρατικού μηχανισμού, αποφάσισαν να δώσουν τη δική τους, «δυναμική» απάντηση στις κινητοποιήσεις της μειονότητας. Στις 29 Ιανουαρίου 1990 οργάνωσαν επιθέσεις, με τη μορφή πογκρόμ περιορισμένης κλίμακας, εναντίον της μειονότητας στην Κομοτηνή, καταστρέφοντας καταστήματα, κυνηγώντας και χτυπώντας ανθρώπους και χωρίς οι δυνάμεις καταστολής, οι οποίες ήταν παρούσες, να επέμβουν για να τους σταματήσουν.
Έκτοτε, μπορούμε να πούμε ότι η μειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους συνεχίζει σ’ αυτή τη γραμμή, της εντός ορίων ανεκτικότητας. Υπήρξαν σημαντικές θετικές μεταρρυθμίσεις, στο χώρο κυρίως της εκπαίδευσης, και μια σειρά «διοικητικών οχλήσεων» έχουν καταργηθεί. Η συμβολική χειρονομία της αλλαγής της μειονοτικής πολιτικής ήταν η κατάργηση στα μέσα της δεκαετίας του ’90, της μπάρας που κρατούσε απομονωμένα τα πομακικά ορεινά χωρά.
Παρ’ όλ’ αυτά, η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής αφορά στην μετατόπιση των κεντρικών της αξόνων και όχι στη βασική πολιτική αντίληψη του ελληνικού κράτους, σύμφωνα με την οποία οι μη αφομοιώσιμες εθνικές μειονότητες αποτελούν εσωτερικό εχθρό. Γι’ αυτό και εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της ελεύθερης διακήρυξης της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας.
Επιπλέον, οι προσπάθειες να αντιπαραθέσουν απέναντι στην τουρκική εθνική ταυτότητα (την οποία το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει) μια πομακική ταυτότητα (και τα τελευταία χρόνια και μία τσιγκάνικη/ρομά) συνεχίζονται. Πρωταγωνιστές αυτής της εθνικής προσπάθειας είναι το κράτος με τους μηχανισμούς του, τα αστικά κόμματα και κυρίως η ακροδεξιά, επιχειρηματικοί κύκλοι, καθώς και διάφορες, αρμόδιες ανά περίσταση, ευρωπαϊκές και εγχώριες ΜΚΟ. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν δεν έχουν να κάνουν πια με μετρήσεις των κρανίων των Πομάκων (οι οποίες κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 «αποδείκνυαν» δήθεν την αρχαιοελληνική καταγωγή των Πομάκων), αλλά με δικαιώματα στη χρήση της μητρικής γλώσσας και στον πολιτισμό (των Πομάκων και των Τσιγγάνων – ποτέ όμως των Τούρκων). Ο κυρίαρχος ισχυρισμός είναι ότι οι Πομάκοι (και δευτερευόντως οι Τσιγγάνοι/Ρομά, επειδή συνήθως τους ξεχνάνε) καταπιέζονται από τον τουρκικό εθνικισμό ή από το τουρκικό προξενείο, ενώ το ελληνικό κράτος κλείνει τα μάτια μπροστά σ’ αυτή την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Η έξαρση αυτής της προπαγανδιστικής πομακολογίας, μπορεί να βρίσκει ανταπόκριση σε τμήματα του πομακικού πληθυσμού. Η πλειοψηφία όμως των Πομάκων δεν φαίνεται να συγκινείται από τα επιχειρήματα αυτών οι οποίοι μέχρι πριν από λίγα χρόνια τους είχαν μαντρώσει πάνω στα βουνά, καθηλώνοντάς τους σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Παραπλήσια αποτελέσματα έχει και η ενασχόληση με τους Τσιγγάνους/Ρομά, πολλοί ή και οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν πια ως μητρική τους γλώσσα τα τούρκικα και αδυνατούν να κατανοήσουν την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η ρομανί σε μια εκπαίδευση στην οποία ακόμα και σήμερα δεν έχουν πρόσβαση.
Να υπενθυμίσουμε και τα του άρθρου 19. Το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας όριζε «όσοι πολίτες αλλογενείς εγκατέλειψαν την Ελλάδα χωρίς την πρόθεση επανόδου, μπορούν να απωλέσουν την ελληνική τους ιθαγένεια». Βάση των διατάξεων του συγκεκριμένου άρθρου 60.004 Έλληνες πολίτες απώλεσαν την ελληνική τους ιθαγένεια την περίοδο από το 1955 μέχρι το 1998 όπου το εν λόγω άρθρο βρισκόταν σε ισχύ. Από την ομάδα των 60.004 απολεσθέντων την ελληνική ιθαγένεια, οι 46.638 ήταν μέλη της Τουρκικής-Μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης.
Όπως προκύπτει από τους αριθμούς κύρια ομάδα στόχος του άρθρου 19 υπήρξαν τα μέλη της Τουρκικής Μειονότητας, η πρώτη ωστόσο ομάδα στόχος ήταν οι σλαβόφωνοι ντόπιοι κάτοικοι της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας οι οποίοι στην πλειονότητα των περιπτώσεων εγκατέλειψαν την Ελλάδα αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου (1949).
Η εφαρμογή του άρθρου 19 ενισχύονταν σε περιόδους κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και επηρεαζόταν από τις εξελίξεις που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό της μειονότητας. Τα χρόνια που ακολούθησαν την κρίση στο Κυπριακό τη δεκαετία του 60 σημειώθηκε αύξηση του αριθμού αφαιρέσεων ελληνικής ιθαγένειας. Το ίδιο ίσχυσε και τη χρονική περίοδο που στην περιοχή δραστηριοποιούνταν οι ανεξάρτητοι μειονοτικοί κομματικοί συνδυασμοί, δηλαδή από τα μέσα του 1980 και στις αρχές του 1990.
Οι στόχοι του άρθρου 19 παραμένουν συγκεχυμένοι αν αναλογιστεί κανείς ότι από τη μία πλευρά η εφαρμογή του μπορεί να θεωρηθεί ως μια συγκαλυμμένη μορφή σύγχρονης εθνοκάθαρσης, ενώ από την άλλη πλευρά το ελληνικό κράτος είχε συμφέρον να παραμείνει ο πληθυσμός της μειονότητας στην περιοχή ως πολιτικό αντιστάθμισμα στις διαπραγματεύσεις με την Ελληνορθόδοξη μειονότητα στην Τουρκία.
Το ίδιο το άρθρο περιείχε μία σειρά από ασάφειες και ρευστές έννοιες, εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια και σαφήνεια, γεγονός που βοηθούσε την αυθαίρετη εφαρμογή του. Ενώ για παράδειγμα το άρθρο είχε βασική προϋπόθεση να εγκαταλείψει κάποιος την χώρα, ωστόσο εφαρμόστηκε και σε περιπτώσεις ανθρώπων που δεν έφυγαν ποτέ από την Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι άνθρωποι που μετακινήθηκαν από την Θράκη στην Αθήνα απώλεσαν την ιθαγένειά τους, άνθρωποι που δεν εξέδωσαν ποτέ διαβατήριο, υπήρξε περίπτωση πολίτη που απώλεσε την ιθαγένειά του ενώ υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία.
Η όλη διαδικασία λάμβανε χώρα κάτω από απόλυτη μυστικότητα και οι αποφάσεις σπανίως ανακοινώνονταν στους ίδιους τους ανιθαγενείς. Σε πολλές περιπτώσεις αρκούσε και μια απλή πληροφορία ότι κάποιος έφυγε από το χωριό για σπουδές στην Τουρκία, προκειμένου να χάσει την ιθαγένειά του. Συνήθως οι ίδιοι ενημερωνόταν με την επιστροφή τους στην Ελλάδα όταν προσπαθούσαν να διασχίσουν τα σύνορα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ενημερωνόταν σε δοσοληψίες με κρατικές υπηρεσίες. Υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων που ενημερώθηκαν μετά από χρόνια για την απώλεια της ιθαγένειάς τους.
Οι αφαιρέσεις ιθαγένειας υλοποιούνταν με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και γινόταν είτε ατομικά είτε ομαδικά. Μία μόνο υπουργική απόφαση του 1991 αφαίρεσε την ιθαγένεια από 248 μέλη της Τουρκικής Μειονότητας, όλοι κάτοικοι της Ροδόπης, ενώ άλλη απόφαση της ίδια χρονιάς αφαίρεσε την ιθαγένεια σε 57 μειονοτικούς από την Ξάνθη.
Η Τουρκία κατά το παρελθόν ευνοούσε τα μεταναστευτικά ρεύματα. Την περίοδο 1951-1957 περίπου 19.500 Τούρκοι από την Θράκη μετανάστευσαν στην Τουρκία. Η πλειονότητά τους μετακινήθηκε βάσει της πολιτικής της ελεύθερης μετανάστευσης και απέκτησαν με σχετική ευκολία την τουρκική υπηκοότητα. Από το 1960 και μετά η Τουρκία σκληραίνει τη στάση της ως προς τις χορηγήσεις ιθαγένειας σε ανιθαγενείς προκειμένου να αποτρέψει περαιτέρω μεταναστευτικά ρεύματα από τη Δυτική Θράκη.
Την περίοδο του στρατιωτικού καθεστώτος του Kenan Evren (1980-1983) και μετά από ισχυρές πιέσεις του Συλλόγου Αλληλεγγύης Τούρκων Δυτικής Θράκης, χορηγήθηκαν πάλι ιθαγένειες σε όσους ανιθαγενείς μετανάστευσαν στην Τουρκία. Η διαδικασία αυτή κράτησε μέχρι το 1990. Έκτοτε η Τουρκία σταμάτησε τη χορήγηση ιθαγενειών, ωστόσο παρείχε άλλα δικαιώματα σε Δυτικοθρακιώτες Τούρκους, όπως διευκόλυνση στη χορήγηση αδειών παραμονής, διευκολύνσεις στην αγορά εργασίας κλπ.
Οι απώλειες ιθαγένειας με αυθαίρετο τρόπο δημιούργησαν μία ομάδα ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν καμία ανάγκη τους και δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν σε κανένα επίπεδο καθώς δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν ούτε μικρές συναλλαγές. Τα παιδιά των ανιθαγενών καταδικαζόταν κι αυτά μαζί με τους γονείς τους και υπήρξαν πολλές περιπτώσεις ανηλίκων ανιθαγενών.
Το άρθρο 19 καταγγέλθηκε και από διεθνείς οργανισμούς ως αντισυνταγματικό και ρατσιστικό. Η ανακήρυξη της ισονομίας και ισοπολιτείας από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για τα μέλη της μειονότητας το 1991 σταμάτησε τη μεγάλη μεταναστευτική ροή προς την Τουρκία, ωστόσο για αρκετό καιρό συνεχίστηκαν οι αφαιρέσεις ιθαγένειας μέχρι την κατάργησή του το 1998.
Ο ακριβής αριθμός των ανιθαγενών που βρίσκονται σήμερα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα δεν είναι γνωστός. Το ελληνικό κράτος αρνείται συστηματικά να δώσει επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των ανιθαγενών, ενώ αρκείται στο να αναφέρει ότι έχουν εκδοθεί 148 δελτία ταυτότητας ανιθαγενούς χωρίς αυτό να είναι δηλωτικό του ακριβή αριθμού των ανιθαγενών που ζούνε σήμερα εντός της επικράτειας.
Το άρθρο 19 καταργήθηκε το 1998 χωρίς η κατάργησή του να έχει αναδρομική ισχύ που σημαίνει ότι δεν αποκατέστησε ποτέ τις απολεσθέντες ιθαγένειες. Το αποτέλεσμα ήταν η ομάδα των ανιθαγενών να παραμείνουν ανιθαγενείς διαιωνίζοντας έτσι την καταπάτηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος, αυτού της ιθαγένειας, καθώς επίσης και μιας σειράς άλλων δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό, όπως το δικαίωμα στην εργασία, στην ελεύθερη και απρόσκοπτη μετακίνηση, στην οικογένεια κ.ά.
Κατά καιρούς προτάθηκαν διάφορες λύσεις για την αποκατάσταση ιθαγενειών, όπως η διαδικασία της πολιτογράφησης που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις μεταναστών. Καμία από τις λύσεις δεν ήταν δηλωτική ειλικρινών προθέσεων για να λυθεί οριστικά το πρόβλημα. Η επαναχορήγηση της ιθαγένειας από άτομα που παρανόμως τους αφαιρέθηκε, θα αποτελέσει πράξη δικαιοσύνης και όχι προδοσίας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε να καταβάλει 8.000 ευρώ ως ηθική αποζημίωση για παραβίαση των άρθρων της ΕΣΔΑ σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα δίκαιης δίκης στην υπόθεση απαγόρευσης χρήσης της λέξης «Τουρκική» στο όνομα της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης».
Η μειονότητα έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην εκπαιδευτική διαδικασία των μελών της, ακόμα και να διατηρεί μειονοτικά σχολεία. Το ελληνικό κράτος όμως θα πρέπει να υποχρεωθεί να εφαρμόσει ένα μειονοτικό, δίγλωσσο εκπαιδευτικό σύστημα, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης στην περιοχή.
• Θα πρέπει να εφαρμοστούν θετικές διακρίσεις (ποσόστωση κτλ) στην εκπαίδευση για τα παιδιά της μειονότητας (ήδη εφαρμόζεται), έτσι ώστε να ισοσταθμίζεται η ανισότητα που προκύπτει από τις εις βάρος της μειονότητας διακρίσεις.
• Οι κρατικές υπηρεσίες και ο διοικητικός μηχανισμός της περιοχής θα πρέπει να στελεχωθεί και από άτομα της μειονότητας, σε αναλογία με τον πληθυσμό της.
• Το σύνολο των εγγράφων και αποφάσεων που αφορούν την περιοχή θα πρέπει να γράφεται και στις δύο γλώσσες (ελληνικά και τουρκικά).
• Η επικοινωνία του κράτους με τους πολίτες στην περιοχή θα πρέπει να γίνεται και στις δύο γλώσσες. Τα άτομα της μειονότητας θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την τουρκική γλώσσα στο δημόσιο λόγο και το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους μειονοτικούς Τούρκους βουλευτές.
• Νομική προστασία της μειονότητας από τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία που προωθείται στην περιοχή από ακροδεξιές οργανώσεις και ομάδες.
• Κατάργηση του εκλογικού νόμου που προϋποθέτει το 3% για την είσοδο στη βουλή, νόμος ο οποίος ψηφίστηκε για να πλήξει τα δημοκρατικά δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας αλλά ταυτόχρονα και το σύνολο του εργαζόμενου λαού.
• κ.α.
Υ.Γ.1.
Η Τουρκία κατά καιρούς κατηγορείται ότι μετέφερε Τούρκους από άλλες περιοχές στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και σε άλλες περιοχές. Το ίδιο συνέβη ΚΑΙ από την άλλη πλευρά. Να σημειωθεί ότι και στη Δυτική Θράκη έγινε αλλοίωση του πληθυσμού, ενώ κατοικούνταν κυρίως από μουσουλμάνους πριν το 1922, και σαν μειονοτική περιοχή δεν θα έπρεπε να αλλοιωθεί πληθυσμιακά. Μεταφέρθηκαν στην περιοχή 200.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, ενώ ταυτόχρονα 60-80.000 μειονοτικοί έφυγαν στην Τουρκία. Κάποιοι πήραν τουρκική υπηκοότητα με τη θέληση τους, ενώ σε κάποιους τους αφαιρέθηκε η υπηκοότητα χωρίς καν οι ίδιοι να το γνωρίζουν. Επίσης, 20.000 περίπου μειονοτικοί της Θράκης ζουν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισσα, Βέρια κ.α. και άλλοι τόσοι στη Γερμανία. Δηλαδή τώρα οι μουσουλμάνοι της Θράκης θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 220-250.000. Την ίδια στιγμή στην Τουρκία είναι πάνω από 300-400.000 όσοι έχουν τουλάχιστον έναν από τους δύο γονείς τους με καταγωγή ή ρίζες (παππού-γιαγιά) από τη Δυτική Θράκη.
Υ.Γ.2
Ο συγκεκριμένος πρόεδρος του συλλόγου των Πομάκων Ιμάμ Αχμέτ, που τώρα καταγγέλλει τους παράγοντες της τουρκικής μειονότητας, ότι προσπαθούν να εκτουρκίσουν τους Πομάκους, το 2000 είχε προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (European Court of Human Rights) κατά της Ελλάδας με την ιδιότητα του "μέλους της Μουσουλμανικής Τουρκικής (!) μειονότητας της Θράκης" ("The applicant, who considers himself a member of the Muslim Turkish minority of Thrace, is a graduate of the Special Academy for Teachers of Thessaloniki" βλ. απόφαση 63719/00 και το link http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-23067#{"itemid":["001-23067"]} ) ισχυριζόμενος ότι "3. The applicant complains under Articles 9 and 14 of the Convention that he was dismissed because he is a member of the Turkish Muslim minority of Thrace." (3. Ο προσφεύγων παραπονείται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 14 της Σύμβασης ότι απολύθηκε επειδή είναι μέλος της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης.). Η πληροφορία που παρέθεσα προέρχεται από την Βικιπαίδεια, στο λύμα "Ιμαμ Αχμέτ" την οποία έλεγξα μπαίνοντας απευθείας στην ιστοσελίδα του European Court of Human Rights (στο link Που παρέθεσα), από όπου έκανα copy/paste τις φράσεις που παρέθεσα.
Υ.Γ.3.
Και πομάκικο έθνος στην Ελλάδα; http://www.lithoksou.net/p/kai-pomakiko-ethnos-stin-ellada-2012
Δημοσίευση σχολίου