Ετυμολογία
Το όνομα Κύθηρα (Τσιρίγο) έχει βαθιά στην ιστορία τις ρίζες του. Ο Όμηρος το αναφέρει στο επικό του έργο, την Ιλιάδα, ενώ η θεά Αφροδίτη, η θεά του Έρωτα, ταυτίζεται με το νησί και παίρνει το όνομα Κυθέρεια (Ακύθηρος λεγόταν ο στερούμενος θέλγητρων άνθρωπος). Και άλλοι όμως σπουδαίοι συγγραφείς της αρχαιότητας αναφέρονται στο νησί με το όνομα Κύθηρα. Ανάμεσα σε αυτούς είναι ο Ηρόδοτος, ο Διόνυσος, ακόμα και ο Αριστοτέλης (που παραδέχεται ότι το νησί λεγόταν Πορφυρούσα - λόγω της επεξεργασίας πορφύρας - αλλά στις μέρες του λεγόταν Κύθηρα) και ο Ξενοφώντας (στα Ελληνικά του χρησιμοποιεί τον όρο Κυθηρία γη).
Ο Ισίδωρος (γεωγράφος του Α΄ μ.Χ. αιώνα) υποστήριξε μια "ανατρεπτική" άποψη, ότι δηλαδή το νησί έλαβε το όνομά του από την Κυθέρεια Αφροδίτη και όχι το αντίστροφο. Μάλιστα, μίλησε πρώτη φορά για τη σημασία του ρ. κεύθω και τη σχέση του με τη θεά και το νησί. Κεύθω σημαίνει κρύβω τον έρωτα, ενώ εκείνοι που κάνουν έρωτα στο νησί (στο μέρος εκείνο, δηλ. τα Κύθηρα), ανακαλύπτουν το κρυμμένο ερωτικό πάθος. Η ονομασία του νησιού συναντάται στον πληθυντικό ίσως από την ύπαρξη και των διπλανών Αντικυθήρων.
Ποια η σχέση όμως των δύο προσωνυμιών του νησιού, Κύθηρα και Τσιρίγο; Ύστερα από μελέτες και έρευνες φαίνεται ότι τα δύο παραπάνω ονόματα έχουν σχέση αλληλεπίδρασης, δηλαδή είτε ότι η μια ταυτίζεται με την άλλη είτε ότι η μια δημιουργεί την άλλη.
Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι στην Κύπρο υπάρχει περιοχή Κυθραία ή Κύθρα, όπου βρέθηκαν αγάλματα της θεάς Αφροδίτης, ενώ η κοινή ονομασία της περιοχής είναι Τζυρκά.
Μυθολογία
Η γέννηση της Αφροδίτης στα Κύθηρα, σύμφωνα με τη μυθολογία, υπήρξε το γεγονός εκείνο που καθόρισε και τη μετέπειτα πορεία του νησιού. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, η Αφροδίτη γεννήθηκε στους αφρούς της θάλασσας των Κυθήρων, όταν έπεσαν σε αυτήν τα αποκομμένα από τον Κρόνο γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού. Τα κύματα παρέσυραν, σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή του μύθου, στη συνεχεία τη θεά, η οποία έφθασε στην Πάφο της Κύπρου, όπου επίσης λατρεύτηκε ως θεά προστάτης του νησιού.
Από τα Κύθηρα φέρεται να έχει και την προσωνυμία Κυθέρεια η Αφροδίτη, η οποία λατρεύτηκε στην αρχαιότητα με τρεις μορφές. Ως Ουρανία, θεά – προστάτης της αγάπης και του αγνού έρωτα, με κύριο τόπο λατρείας τα Κύθηρα. Ως Πάνδημος, θεά – προστάτης του σαρκικού έρωτα και της αναπαραγωγής με κύριο τόπο λατρείας την Κύπρο. Και τέλος, με τη λιγότερο γνωστή μορφή, ως Αποστρόφια, θεά που διασφάλιζε την ηθική τάξη και προστάτευε τη σύζυγο και τα παιδιά, που αναφέρεται ότι λατρεύτηκε στη Θήβα και αλλού. Η ίδρυση από τα πολύ πρώιμα χρόνια ναού της θεάς στα Κύθηρα έδωσε και στο νησί τον ομηρικό χαρακτηρισμόζάθεα, δηλαδή πανάγια.
Η ανάδυση της θεάς από τη θάλασσα των Κυθήρων είναι σημειολογικά μια προσπάθεια των αρχαίων, σύμφωνα με τους ειδικούς στην Παλαιοντολογία, να ερμηνεύσουν την ανάδυση του νησιού από τη θάλασσα. Αυτό αποδεικνύεται από τον πλούσιο αριθμό παλαιοντολογικών ευρημάτων, που έχουν προέλευση τη θαλάσσια ζωή, σε εκτεταμένες περιοχές των Κυθήρων, στα Μητάτα και τα Βιαράδικα.
Γεωγραφία
Τα Κύθηρα βρίσκονται στην νότια Ελλάδα, ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, στο σημείο που το Ιόνιο, το Αιγαίο και το Κρητικό πέλαγος συναντώνται. Είναι νησί επίμηκες, με μήκος 29 χιλιόμετρα και πλάτος 18 χιλιόμετρα. Έχουν έκταση 279,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το μήκος των ακτογραμμών του είναι περίπου 90 χιλιόμετρα. Στο βόρειο άκρο του νησιού βρίσκεται ο φάρος του Μουδαρίου, ο οποίος χτίστηκε το 1857 από τους Άγγλους, ενώ στο λιμάνι του Καψαλίου, στο νότιο τμήμα του νησιού, βρίσκεται φάρος ο οποίος κατασκευάστηκε το 1853.[1]
Τα Κύθηρα είναι ορεινά, με δύο κύριες οροσειρές, μια στα ανατολικά και μια δυτικά, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα ομαλό οροπέδιο. Οι ψηλότερες κορυφές της ανατολικής οροσειράς είναι το Κουτσοκέφαλο (324 μ.), το Βουνό του Διγενή (474 μ.), η Αγία Μονή (348 μ.) και ο Άγιος Γεώργιος (321 μ.) και της δυτικής είναι η Σκληρή (432 μ.), ο Μερμηγκάρης (506 μ.), η Βίγλα (476 μ.) και η Αγία Ελένη (433 μ.). Αυτές οι δύο οροσειρές διακλαδίζονται σε μικρότερα βουνά, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν βαθιά φαράγγια. Ποταμοί υπάρχουν κοντά στον Μυλοπόταμο, στον Καραβά και στα Μητάτα, ενώ οι άλλες περιοχές βασίζονται για την ύδρευση στα πηγάδια.[1] Στο Μυλόποταμο υπάρχουν καταρράκτες και το νερό χρησιμοποιείται για να κινεί νερόμυλους, ενώ εκεί είναι το πιο εύφορο τμήμα του νησιού.[2]
Κλίμα[
Το κλίμα των Κυθήρων είναι εύκρατο μεσογειακό. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι περίπου + 20 °C και το μέσο ετήσιο ύψος βροχής, (διάρκειας περίπου 60 ημερών), είναι 600 χιλιοστά, η μέση νέφωση είναι 4 και η μέση δύναμη των ανέμων περίπου 3 - 4 μποφόρ με επικρατέστερους ανέμους τους βορειοανατολικούς και δυτικούς. Πολλές φορές κατά την Άνοιξη παρατηρείται ένας δυτικός-νοτιοδυτικός άνεμος καλούμενος "προβέντζα" που αθροίζει χαμηλά νέφη δημιουργώντας ομίχλη όπου και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή των ναυτιλλομένων. Το χιόνι είναι σπάνιο καθώς και η θερμοκρασία κάτω του - 4 °C.
Ιστορία
Προϊστορία - Ρωμαϊκοί χρόνοι
Το νησί κατοικείται τουλάχιστον από το τέλος της 6η χιλιετίας π.Χ., όπως μαρτυρά αγγείο που βρέθηκε στο σπήλαιο Αγίας Σοφίας[3], ενώ είναι πιθανό να κατοικούνται από την αρχή της παλαιολοθική περιόδου[4]. Στο σπήλαιο του Χουστή κοντά στο Διακόφτι υπάρχουν ίχνη κατοίκησης από το 3.800 π.Χ.[5] Οι οικισμοί αρχίζουν να αυξάνονται κατά την 3η χιλιετία π.Χ., όταν άρχισε η επιρροή των Μινωιτών στα Κύθηρα, ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι κατοικούνταν συνεχώς μέχρι το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ..[4]
Όπως δείχνουν ευρύματα ανασκαφών στο Καστρί, κοντά στον Αυλέμονα και την Παλαιόπολη, που έγιναν την δεκαετία του 1960, θεωρείται ότι το Καστρί ήταν μινωική αποικία, με μινωικά σπίτια και τάφους, ενώ στο βουνό του Αγίου Γεωργίου, σε υψόμετρο 350 μέτρων βρέθηκε το μινωικό ιερό. Στον χώρο γύρω από το ιερό βρέθηκαν σπασμένα κεραμικά διαφόρων τύπων και κομμάτια από μεγάλα πιθάρια με εντυπωσιακή διακόσμηση, περίπου 80 χάλκινα ειδώλια, διάφορα μικρότερα τέχνεργα, αντίστοιχα με τα σημερινά τάματα και πέτρινα αντικείμενα, όπως για παράδειγμα λυχνάρια. Επίσης βρέθηκε ένα μικρό αγγείο από στεατίτη πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένη Γραμμική Α. Η θέση του ιερό πάνω στο βουνό λειτουργεί ως παρατηρητήριο, καθώς μπορεί να εποπτεύει την περιοχή από τα ακρωτήρια Ταίναρο και Μάλεας μέχρι την Κρήτη, καθώς τα Λευκά όρη είναι ορατά από εκεί σε καθαρές μέρες, ενώ η ορατότητα φτάνει ακόμη μέχρι τη Μήλο και την Σαντορίνη. Έτσι ουσιαστικά ελέγχει τα ναυτικά περάσματα από δύση σε ανατολή και βορρά προς νότο.[6]Θεωρείται ότι οι Μινωίτες χρησιμοποίησαν τα Κύθηρα σαν γέφυρα για να φτάσουν μέχρι την Πελοπόννησο.[4] Παράλληλα με τους Μινωίτες σε άλλες περιοχές των Κυθήρων υπήρχαν ντόπιοι πολιτισμοί, οι οποίοι συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι την ανακτορική περίοδο, όταν και η επιρροή των Μινωιτών επεκτάθηκε.[7]
Τον 15ο αιώνα στα Κύθηρα αποικία έχουν και οι Φοίνικες, άγνωστο από πότε, οι οποίοι παρήγαγαν στο νησί πορφύρα. Γι' αυτό το λόγο στην αρχαιότητα τα Κύθηρα αποκαλούνταν και Πορφυρούσα. Ο Ηρόδοτοςαναφέρει ότι οι Φοίνικες έφεραν στα Κύθηρα την λατρεία της Αφροδίτης από την ίδρυση ιερού για την αντίστοιχη ανατολίτικη θεά, της Αστάρτης.[3] Επίσης, χρησιμοποιούσαν την αποικία για ως εμπορικό σταθμό ανάμεσα στις αποικίες του[1]. Μετά την πτώση των Μινωιτών περίπου το 1400 π.Χ., το νησί το καταλαμβάνουν αμέσως οι Μυκηναίοι. Κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. το νησί καταλαμβάνουν οι Δωριείς. Ο Όμηρος αναφέρει δύο ήρωες από τα Κύθηρα, τον Λυκόφρονα και τον Αμφιδάμαντα, ενώ αναφέρεται ότι ο Πάρις και Ωραία Ελένη πέρασαν τις πρώτες μέρες μαζί στα Κύθηρα.[4] Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι μετά από τρικυμία στο ακρωτήριο Μαλέα, ο Οδυσσέας περιπλανάται στα Κύθηρα. Μετά την κάθοδο των Δωριέων, το νησί καταλαμβάνεται από το Άργος[1] και στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. από τους Σπαρτιάτες.[3]
Λόγω της θέσης τους, τα Κύθηρα μπορούσαν να δράσουν ως ορμητήριο εναντίον της Σπάρτης και γι' αυτό το λόγο οι Σπαρτιάτες το φρόντιζαν. Ο Χείλων ο Λακεδαιμόνιος είχε πει το νησί θα γινόταν αίτια συμφορών για τη Σπάρτη και είχε ευχηθεί να καταποντιστεί. Ο Δημάρατος της Σπάρτης είχε προτείνει στον Ξέρξη να καταλάβει με το ναυτικό τα Κύθηρα, ώστε οι Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν και οι ελληνικές δυνάμεις να διαχωριστούν, κάτι το οποίο όμως δεν συνέβη. Την στρατιωτική αξία του νησιού αναγνώρισαν και οι Αθηναίοι. Ο ναύαρχος των Αθηναίων Τολμίδης επιτέθηκε και κυρίευσε τα Κύθηρα και τις Βοιαί (στη σημερινή Νεάπολη Λακωνίας) το 455 π.Χ. Το 424 π.Χ., κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Νικίας επιβιβάστηκε με τον Αθηναϊκό στόλο στην Σκάνδεια και με άλλο στρατό κατέλαβε την πρωτεύουσα των Κυθήρων, αν και οι Κυθήριοι αντιστάθηκαν πριν τραπούν σε φυγή. Οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν το νησί για επιθέσεις εναντίον των Σπαρτιατών, αλλά το παρέδωσαν πίσω στη Σπάρτη με την Νικίειο ειρήνη. Ξανακατέλαβαν τα Κύθηρα το 394 π.Χ., ενώ οι Σπαρτιάτες τα ανέκτησαν το 387 π.Χ.[1] Φαίνεται ότι με το Κοινό των Ελευθερολακώνων τον 2ο αιώνα π.Χ., τα Κύθηρα ανεξαρτητοποιούνται και κόβουν δικό τους νόμισμα. Μετά την πτώση των Λακώνων, τα Κύθηρα παρακμάζουν αλλά συνεχίζουν να κατοικούνται κατά την διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων. Ο μεγάλος σεισμός του 365 μ.Χ. καταστρέφει την Σκάνδεια και αλλάζει την φυσιογνωμία των ακτών.[8]
Βυζαντινοί χρόνοι - Ενετοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η αρχή της 1ης χιλιετίας π.Χ. είναι μια σκοτεινή περίοδος για τα Κύθηρα. Σύμφωνα με την παράδοση τα Κύθηρα ερήμωσαν εφτά φορές, αν και δεν είναι γνωστό αν είχαν ερημώσει τελείως ή κατοικούνταν από λίγες εκατοντάδες βοσκών. Από το 395 ανήκουν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά δέχονται συνεχώς επιδρομές και ήταν ορμητήριο πειρατών. Εκείνη την περίοδο υπάρχει έντονο το θρησκευτικό στοιχεία με πολλά μνημεία, όπως το ψηφιδωτό του Αγίου Γεωργίου που χρονολογείται από τον 7ο αιώνα μ.Χ. και το ψηφιδωτό δάπεδο του Αγίου Ιωάννη κοντά στον Ποταμό, τα οποία υποδεικνύουν ότι κοντά σε αυτούς βρίσκονταν κατοικημένες περιοχές. Η πρώτη επίσημη αναφορά του νησιού γίνεται το 530, όταν αναφέρεται ως έδρα Μητρόπολης. Επί Κώνστα τα Κύθηρα υπάγονταν στον Πάπα της Ρώμης, αλλά επί Λέοντος Γ΄ του Ισαύρουμεταφέρθηκαν πάλι στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.[9] Μετά την κατάληψη της Κρήτης, είναι πιθανόν στα Κύθηρα να κατοικούσαν Άραβες. Μετά την κατάληψη από τους Άραβες το νησί κατοικήθηκε στο τέλος του 10ου αιώνα π.Χ., μετά την κατάληψη της Κρήτης το 961 από τον Νικηφόρο Φωκά, από Μονεμβασιώτες.[1] Στην αρχή κυριάρχος των Κυθήρων ήταν ο Γεώργιος Παχύς από τη Μονεμβάσια, αλλά στη συνέχεια παρέδωσε την εξουσία στους Ευδαιμογιάννηδες από την Μονεμβασιά[9], οι οποίοι μέχρι το 1204 ήταν κυρίαρχοι του νησιού. Φαίνεται ότι αυτοί κατασκεύασαν το κάστρο στην Παληοχώρα (Άγιος Δημήτριος).[8]
Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, οι Ενετοί καταλαμβάνουν πολλά νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων των Κυθήρων. Το νησί δίνεται στον οίκο του Ενετού τυχοδιώκτη Μάρκου Βενιέρη. Για να αποκτήσουν την κυριότητα του νησιού το 1238 ο Βαρθολομαίος Βενιέρης παντρεύεται την κόρη του Νικόλαου Ευδαιμογιάννη και δίνει τα Κύθηρα στον Βαρθολομαίο ως προίκα. Το 1269 οι Βυζαντινοί ανακτούν τα Κύθηρα, τα οποία όμως περνούν πάλι στην κατοχή των Βενιέρων το 1310.[1] Το 1470 το νησί ήταν άγονο και είχε 500 κατοίκους, ενώ τον 16ο αιώνα είχε φτάσει σε πληθυσμό τους 4.000 κατοίκους, οχυρωμένους σε τρεις περιοχές, τον Άγιο Δημήτριο (Παληοχώρα), τη Χώρα και το Μυλοπόταμο.[8] Η Παληοχώρα εγκαταλείπεται οριστικά μετά την επιδρομή και την λεηλασία της το 1537 από τονΧαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ναύαρχο του Οθωμανικού στόλου. Ο Μπαρμπαρόσα έκαψε την Παληοχώρα και οι πειρατές σκοτώνουν αμάχους και πουλούν τους αιγμαλώτους ως σκλάβους. Όσοι επέζησαν μετοίκησαν στα κοντινά χωριά.[3] Υπάρχουν αναφορές ότι ο Μπαρμπαρόσα κατέλαβε και τα άλλα δύο κάστρα του νησιού, αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται πειστικά από τις πηγές. Το 1530 οι Ενετοί παίρνουν όλες τις εξουσίες από τους Βενιέρους και οργανώνουν το νησί σε φέουδα, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα. Γινόταν τακτικά προσπάθεια από τις αρχές να προσελκύουν κατοίκους για να καλλιεργούν τη γη, για να αντικαθιστούν όσους πέθαιναν από λοιμούς και επιδρομές πειρατών. Η ανάγκη για γη για καλλιέργεια είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολύ μικρών χωραφιών ακόμη και σε δυσπρόσιτα μέρη.[9] Τον 17ο αιώνα φτάνουν στο νησί πολλοί μετανάστες από την Κρήτη. Στο τέλος της ενετοκρατίας, το νησί αριθμούσε περίπου 7.500 κατοίκους. Με εξαίρεση την περίοδο 1715-1718, όταν κατελήφθη από τους Οθωμανούς, το νησί παρέμεινε μέρος της Δημοκρατίας της Βενετίας μέχρι την κατάλυσή της το 1797.[8]
1797 - 1864[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας, το νησί καταλαμβάνουν το 1798 οι Γάλλοι. Οι Γάλλοι επέβαλαν δημοκρατικό πολίτευμα και σε επίσημη τελετή έκαψαν το Λίμπρο ντ'όρο, το βιβλίο των ευγενών των Ενετών και έδωσαν στους πολίτες ίσα δικαιώματα[10], και φύτευσαν το δέντρο της Ελευθερίας στην πλατεία Εσταυρωμένου στη Χώρα. Το 1799, το νησί περνά στην κατοχή των Ρώσσων, οι οποίοι συμμάχησαν με τους Τούρκους για να κατάλαβουν τα Επτάνησα. Η γαλλική φρουρά παρέδωσε το νησί στους Ρώσους ύστερα από πολιορκία.[3] Το 1800 τα Κύθηρα γίνονται με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης τμήμα της ημιαυτόνομου Επτάνησου Πολιτείας, με προϋπόθεση την διατήρηση των προνομίων των ευγενών. Αυτό εξαγριώνει τους χωρικούς, οι οποίοι εξεγείρονται. Στις 12 Μαΐου 1799 σκοτώνουν δύο ευγενείς[3], ενώ στις 22 Ιουλίου 1800, όταν η φρουρά των Ρώσων και Τούρκων αποχωρεί, οι χωρικοί εξεγείρονται ένοπλα ξανά και σκοτώνουν μερικούς από τους ισχυρότερους ευγενείς. Για λίγο καιρό δεν υπήρχε συντεταγμένη εξουσία, αλλά τελικά συστάθηκε ένα καταστατικό. Η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Μυλοπόταμο και μετά στα Αρωνιάδικα. Η περίοδος αυτή ονομάζεται περίοδος της αναρχίας. Στο τέλος του 1802, η Γερουσία των Επτανήσων έστειλε ισχυρή στρατιωτική δύναμη στα Κύθηρα με επικεφαλής τον Ευστάθιο Μεταξά, ο οποίος επέβαλε τελικά την τάξη συλλαμβάνοντας τους πρωταιτίους της εξέγερσης του 1800, από τους οποίους μάλιστα, ο Δημήτριος Μπελέσης καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1805.[10]
Η Επτάνησος Πολιτεία έπαψε να υφίσταται με την συνθήκη του Τιλσίτ το 1807 και τα Επτάνησα πέρασαν πάλι στην κατοχή των Γάλλων, αλλά το 1809 το νησί κατέλαβαν οι Άγγλοι, όπως έκαναν και με τα άλλα Επτάνησα. Τις 20 Νοεμβρίου 1815 ιδρύεται με την συνθήκη των Παρισίων το Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων, με πρωτεύουσα την Κέρκυρα. Τις 26 Αυγούστου 1817 οι Άγγλοι παρεχώρησαν στα νησιά σύνταγμα, όμως τα νησιά συνέχισαν να είναι στην αγγλική σφαίρα επιρροής.[3] Οι Άγγλοι πραγματοποίησαν στο νησί δεκάδες έργα που αναγέννησαν το νησί τα οποία κατασκευάστηκαν με την μέθοδο της επίταξης εργασίας, αλλά καταπίεσαν τους κατοίκους.[8] Ανάμεσα στα έργα εκείνης της περιόδου είναι τα λοιμοκαθαρτήρια στο Καψάλι, οι δρόμοι που ένωναν τα χωριά, η εντυπωσιακή πέτρινη γέφυρα στο Κατούνι, καθώς και άλλες παρόμοιες γέφυρες στον Ποταμό, στο Καψάλι και τη Μυρτιδιά, έργα ύδρευσης, τα Αγγλικά Σχολεία και οι φάροι στο Μουδάρι (ύψους 25 μέτρων) και στο Καψάλι. Επίσης, οι Άγγλοι παρείχαν κίνητρα για την παραγωγή ελαιολάδου, σιτηρών και κρασιού. Εξαιτίας της Αγγλικής διοίκησης στο νησί κατέφυγαν πολλοί αγωνιστές του 1821, ανάμεσα στους οποίους ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Επίσης, η αύξηση του πληθυσμού ώθησε πολλούς Κυθήριους στην μετανάστευση προς τη Σμύρνη, την Αμερική και την Αυστραλία.[10]
Τμήμα της Ελλάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα Κύθηρα ενώθηκαν με την Ελλάδα στις 28 Μαΐου 1864. Το 1903 σημειώνεται στα Κύθηρα ισχυρός σεισμός ο οποίος ισοπεδώνει τα Μητάτα, ενώ κτίρια κατέρρευσαν σε όλο το νησί.[3] Το κύριο χαρακτηριστικό στα Κύθηρα του 20ου αιώνα ήταν η έντονη μετανάστευση, η οποία είχε αρχίσει από τον 18ο αιώνα. Στην Σμύρνη πριν την καταστροφή ο πληθυσμός κυθηραϊκής καταγωγής είχε φτάσει τους 14.000 και ήταν η μεγαλύτερη από τον πληθυσμό ελληνικής καταγωγής. Μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, οι Κυθήριοι μετανάστευσαν κυρίως στην Ελλάδα (Αττική, Θεσσαλονίκη, νησιά του Αιγαίου), Αίγυπτο και μετά σε Αυστραλία ή Αμερική, ενώ πολύ λίγοι πήγαν στα Κύθηρα.[11]
Το 1916 το νησί καταλαμβάνεται από λόχο του Συντάγματος Κρητών στο όνομα της «Κυβερνήσεως Εθνικής Αμύνης» του Ελευθερίου Βενιζέλου, με έδρα την Θεσσαλονίκη και στις 17 Φεβρουαρίου 1917, τα Κύθηρα κήρυξαν την «Αυτόνομο Διοίκηση Κυθήρων».[3] Μάλιστα είχε κηρύξει πόλεμο με την Γερμανία, ενώ μετά την απομάκρυνση του βασιλιά, η Διοίκηση διαλύθηκε. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το νησί, που αριθμούσε 15.000 κατοίκους, κατελήφθη πρώτα από τους Ιταλούς και μετά από τους Γερμανούς. Η αντίσταση οργανώθηκε στον Ποταμό και στις 4 Σεπτεμβρίου 1944, οι Γερμανοί εκδιώκονται και τα Κύθηρα γίνονται το πρώτο μέρος της Ελλάδας που απελευθερώνεται.[11]
Μετά τον πόλεμο ξεκινάει ένα πολύ μεγάλο κύμα μετανάστευσης που ουσιαστικά ερημώνει το νησί. Η εξωτερική μετανάστευση σταματάει στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τη δεκαετία του 1990 λαμβάνει χώρα εσωτερική προς τα αστικά κέντρα της Ελλάδας, κυρίως στην Αθήνα και στον Πειραιά. Η τουριστική ανάπτυξη του νησιού αρχίζει την δεκαετία του 1990.[3][11] Στις 8 Ιανουαρίου 2006 έλαβε χώρα σεισμός 6,9 στην κλίμακα ρίχτερ με επίκεντρο 40 χιλιόμετρα ανατολικά των Κυθήρων. Ο σεισμός προκάλεσε κυρίως καταστροφές στα Μητάτα, όπου σημειώθηκαν κατολισθήσεις και ζημιές στην πλατεία του χωριού.[12][13]
Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα Κύθηρα έχουν πληθυσμό 3.354 κατοίκους (απογραφή 2001). Η ομώνυμη πρωτεύουσα του νησιού έχει 267 κατοίκους, ενώ σημαντικά χωριά είναι το Λιβάδι με 370 και ο Ποταμός με 400 κατοίκους. Οι υπόλοιποι κάτοικοι βρίσκονται σε πολλά (σχεδόν 60) μικρά γραφικά χωριά, διάσπαρτα σε όλη την έκταση του νησιού.
Διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα Κύθηρα ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μαζί με τα Επτάνησα, των οποίων αποτελούσαν τμήμα, με την αποδοχή του στέμματος του Βασιλείου της Ελλάδος από τον Γεώργιο τον Α΄. Από το 1867 με το Νόμο ΣΞΒ΄ και μέχρι το 1929 υπάγονταν διοικητικά στο νομό Αργολιδοκορινθίας και δικαστικά στο Πρωτοδικείο Γυθείου. Το 1929 υπάχθηκαν διοικητικά στονομό Αττικοβοιωτίας και δικαστικά στο πρωτοδικείο Πειραιώς. Μετά τη συγκρότηση της Νομαρχίας Πειραιώς και νήσων υπάχθηκε στην τελευταία και μαζί με τα Αντικύθηρα υπάγονταν στην Επαρχία Κυθήρων. Σήμερα τα Κύθηρα με τα Αντικύθηρα υπάγονται στο δήμο Κυθήρων, ο οποίος υπάγεται στην Περιφερειακή Ενότητα Νήσων. Ο Δήμος Κυθήρωνπεριλαμβάνει ολόκληρο το νησί των Κυθήρων και τις γύρω νησίδες. Ανήκει στη νομαρχία Πειραιά. Σχηματίστηκε με εφαρμογή του σχεδίου Καποδίστριας το 1997 από τη συνένωση των παλαιότερων κοινοτήτων του νησιού. Με την εφαρμογή του σχεδίου Καλλικράτης συνενώθηκε με την κοινότητα Αντικυθήρων σχηματίζοντας το νέο Δήμο Κυθήρων που λειτουργεί από την 1η Ιανουαρίου του 2011.
Το λιμενικό έλεγχο μέχρι το 1986 στα Κύθηρα και Αντικύθηρα ασκούσε η Λιμενική Αρχή Γυθείου διατηρώντας επ΄ αυτού δύο Λιμενικούς σταθμούς, έναν στην Αγία Πελαγία και έναν στο Καψάλι. Από το 1987 υπάχθηκαν στη Λιμενική Αρχή Νεάπολης Βοιών, όπου από Λιμενικός σταθμός (Γυθείου) αναδείχθηκε σε Υπολιμεναρχείο. Από τελωνειακού ελέγχου υφίστανται δύο τελωνοσταθμαρχεία, ένα στην Αγία Πελαγία και ένα στο Καψάλι, που υπάγονται στο Τελωνείο Γυθείου.
Επί των Κυθήρων υφίσταται Ειρηνοδικείο και Πταισματοδικείο. Παλαιότερα υπήρχε υποδιοίκηση της Χωροφυλακής που έδρευε στην πρωτεύουσα του νησιού με δύο σταθμούς, έναν στον Ποταμό και έναν στα Αντικύθηρα. Εκτός αυτών υφίστανται και όλες οι άλλες δημόσιες υπηρεσίες και γραφεία ΔΕΚΟ.
Εκκλησιαστικά τα Κύθηρα αποτελούν ιδία Μητρόπολη, την Ιερά Μητρόπολη Κυθήρων, που έχει έδρα στην πόλη των Κυθήρων.
Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι κάτοικοι είναι κυρίως αγρότες και υπάλληλοι, αλλά με την αύξηση του τουρισμού και την προσέλευση ημιμόνιμων οικιστών, το κέντρο βάρους έχει μετατοπισθεί προς τις τουριστικές επιχειρήσεις και την οικοδομή. Κύρια αγροτικά προϊόντα είναι το λάδι και το μέλι. Τουριστικά το νησί βρίσκεται σε ανάπτυξη. Συνεισφορά στην καλή φήμη του αποτελεί και το γεγονός ότι η οικιστική του ανάπτυξη γίνεται ελεγχόμενα χωρίς αλλοίωση του τοπικού ρυθμού.
Εγχώριος Περιουσία Κυθήρων και Αντικυθήρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η μη-ιδιωτική περιουσία στα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα δεν ανήκει στο δημόσιο, αλλά στην Εγχώριο Περιουσία Κυθήρων και Αντικυθήρων. Η Εγχώριος Περιουσία Κυθήρων και Αντικυθήρων είναι ένα δεσμός που χρονολογείται από την Αγγλοκρατία. Στην περιουσία της Εγχώριου Περιουσίας στην οποία ανήκουν όλες οι εκτάσεις των Κυθήρων, των Αντικυθήρων και των κοντινών νησίδων που δεν ανήκουν σε ιδιώτες, τα προσκυνήματα των μοναστηριών των Κυθήρων, τα αγαθά που ορίζονται ως κοινόχρηστα, όπως ο αιγιαλός, οι δρόμοι και οι πλατείες, καθώς επίσης τα οχυρωματικά έργα (κάστρα) των Βενετών και εγκαταλελειμμένα κτίρια που ανήκαν σε ιδιώτες.[14] Επίσης περιουσία της Εγχώριου Περιουσίας είναι οι Αλυκές των Κυθηρών. Σύμφωνα με έκθεση της Λιμενικής Αρχής Γυθείου (Δεκέμβριος 1983), στα Κύθηρα λειτουργούσαν 18 αλυκές από τις 25 που υπήρχαν προπολεμικά, κυρίως επί των ανατολικών ακτών, από τις οποίες παράγονταν αυτόπηκτο θαλάσσιο μαγειρικό αλάτι, που επαρκούσε για τις ανάγκες του νησιού. Η παραγωγή αυτών δεν παραδίδεται σε αποθήκες του κρατικού μονοπώλιου (άλατος), που ίσχυε ακόμη, αλλά συλλέγονται μόνο από τους ενοικιαστές των αλυκών, οι οποίες και ανήκουν στην "Εγχώρια Περιουσία των Κυθήρων", όπου κατ΄ έτος δίδονται σε δημοπρασία με ετήσιο ενοίκιο.[15]
Εκπαίδευση και υγεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Περί το τέλος του 1928 στα Κύθηρα λειτουργούσαν 22 δημοτικά σχολεία (και ένα στα Αντικύθηρα), εκ των οποίων 15 ήταν αρρεναγωγεία και 8 παρθεναγωγεία. Το 1929 συμπτύχθηκαν σε 15 μικτά, στα οποία φοιτούσαν τότε περίπου 1500 μαθητές και μαθήτριες. Το πρώτο πλήρες κλασσικό μικτό γυμνάσιο ιδρύθηκε το 1921 στην πόλη των Κυθήρων, στο οποίο το 1929 φοιτούσαν περίπου 150 μαθητές και μαθήτριες. Το 1964, επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου, χωρίσθηκε σε τριτάξιο Γυμνάσιο και τριτάξιο Λύκειο, όπου επί χούντας το 1967 καταργήθηκε το Λύκειο και επανήλθε ως εξατάξιο Γυμνάσιο, πλην όμως είχε αρχίσει ήδη η συρρίκνωση του πληθυσμού κυρίως λόγω αστυφιλίας.
Στα Κύθηρα λειτουργεί η μονάδα υγείας του Γενικού Νοσοκομείου και Κέντρου Υγείας Κυθήρων, το οποίο ονομάζεται και "Τριφύλλειο". Το νοσοκομείο εγκαινιάστηκε στις 25 Ιουνίου 1957, έπειτα από πρωτοβουλία και δωρεά του Κυθήριου ομογενή Νικ. Τριφύλλη. Λειτούργησε σαν ΝΠΙΔ και το 1959 περιήλθε στο Δημόσιο. Το 1987 αναμορφώθηκε στα πλαίσια του ΕΣΥ σε ενοποιημένο οργανισμό με το Κέντρο Υγείας.
Μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα Κύθηρα συνδέονται ακτοπλοϊκά όλο το χρόνο με τον Πειραιά και το Καστέλι της Κρήτης. Συνδέονται επίσης με την Καλαμάτα, το Γύθειο και τη Νεάπολη Λακωνίας. Τα Κύθηρα διαθέτουν Διεθνή Κρατικό Αερολιμένα τον «Αλέξανδρο Αριστοτέλους Ωνάσης» και συνδέονται αεροπορικά με την Αθήνα όλο το χρόνο με δρομολόγια της Olympic Air ή Aegean Air. Επίσης όλο τον χρόνο συνδέονται με την αεροπορική εταιρεία Sky Expressγια Ηράκλειο, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Ακτίοv , Πρέβεζα, Λευκάδα, Κέρκυρα. Charter πτήσεις από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο πραγματοποιούνται από την Δανία και την Ολλανδία , Transavia.com και Danish Air Transport. Το αεροδρόμιο βρίσκεται 24 χλμ. από την Χώρα Κυθήρων.
Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στο νησί υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος από αξιοθέατα με κυριότερο τα πολυάριθμα και διάσπαρτα σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, παραδοσιακά χωριά και το λοφώδες τοπίο. Υπάρχουν πολλά βυζαντινά και ενετικά μνημεία και μερικά αγγλικά. Τα κυριότερα αξιοθέατα είναι:
- Η Χώρα με τα παραδοσιακά στενά, την αρχιτεκτονική της και το κάστρο της. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός.
- Το Καψάλι, το λιμάνι της Χώρας με τους δίδυμους κόλπους, το κέντρο της διασκέδασης στο νησί. Απέναντι απ' το Καψάλι βρίσκεται η βραχονησίδα Αυγό ή Χύτρα με επισκέψιμο σπήλαιο.
- Η Παλαιόχωρα, η ερειπωμένη βυζαντινή πρωτεύουσα του νησιού και η Κακή Λαγκάδα, η έξοδος του μεγάλου φαραγγιού της Παλαιόχωρας νότια της Αγ. Πελαγίας.
- Ο Μυλοπόταμος, παραδοσιακό χωριό στα δυτικά με τον καταρράκτη της Φόνισσας και την μεσαιωνική Κάτω Χώρα με το Ενετικό κάστρο, το εντυπωσιακό τοπίο και τα συντηρημένα Βυζαντινά εκκλησάκια μέσα στο κάστρο. Τόσο ο Μυλοποτάμος όσο και η Κάτω Χώρα έχουν χαρακτηριστεί παραδοσιακοί οικισμοί.
- Ο Αυλέμονας, ήσυχο λιμανάκι με μικρό Ενετικό κάστρο.
- Τα μεσαιωνικά Αρωνιάδικα και η αλληλουχία παραδοσιακών χωριών στο κέντρο του νησιού.
- Η γέφυρα στο Κατούνι που κατασκευάστηκε από τους Άγγλους το 1829 και ήταν η μεγαλύτερη στο είδος της στην Ελλάδα.
- Στο νησί υπάρχει μεγάλο πλήθος από παλαιούς ναούς και μονές από τον 13ο αιώνα και ύστερα. Τρία μοναστήρια, η Παναγία Μυρτιδιώτισσα, προστάτιδα του νησιού, η Αγία Μόνη και η Αγία Ελέσσα βρίσκονται σε αντικρυστές κορυφές βουνών. Σε τρία σημεία υπάρχουν ναοί μέσα σε σπήλαια.
- Οι κυριότερες παραλίες είναι το Διακόφτι, η Παλαιόπολη, το Καλαδί, οι Όχελες, η Φυρή Άμμος, το Μελιδόνι, το Καψάλι,η Αγία Πελαγία, οι Φούρνοι, ο Χαλκός, η Κομπονάδα,η Πλατιά Άμμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου