Κατάθλιψη. Μετά-Prozac εποχή
Στην ιστορία των φαρμάκων λίγα ήταν εκείνα που έτυχαν ενθουσιώδους αποδοχής όπως η λευκή-πράσινη κάψουλα που περιείχε υδροχλωρική φλουοξετίνη, η χημική ουσία γνωστή με την εμπορική ονομασία Prozac(Ladose). Το 1988 ένα χρόνο μετά την έγκριση από την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων(FDA), στις ΗΠΑ είχαν εκδοθεί 2.469.000 συνταγές για το Prozac. Το 2002 ανέβηκαν σε πάνω από 33 εκατομμύρια. Το 2008 τα αντικαταθλιπτικά ήταν στην τρίτη θέση μεταξύ των πιο συνταγογραφούμενων φαρμάκων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Φτάνοντας στο 2012, τα ίδια αντικαταθλιπτικά που είχαν προκαλέσει τόσο ενθουσιασμό, έγιναν τα μαύρα πρόβατα της μοντέρνας ψυχοφαρμακολογίας, σκευάσματα υπερεκτιμημένα και υπερσυνταγογραφημένα, τυπικό δείγμα μιας κουλτούρας που αναζητά γρήγορη λύση σε πολύπλοκα ψυχικά προβλήματα.
Στην πραγματικότητα οι ίδιες αρχές βάση των οποίων αυτά τα φάρμακα λειτουργούν, έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Τα νευρικά κύτταρα, οι νευρώνες, επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω χημικών σημάτων που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές οι οποίοι μπορούν να έχουν διαφορετικές μορφές: όπως σεροτονίνη, ντοπαμίνη ή νορεπινεφρίνη. Για δεκαετίες η επικρατέστερη θεωρία ήταν ότι τα αντικαταθλιπτικά λειτουργούσαν αυξάνοντας τα επίπεδα της σεροτονίνης. Πίστευαν ότι στον εγκέφαλο των ατόμων που πάσχουν από κατάθλιψη το σήμα της σεροτονίνης κατά κάποιο τρόπο είχε εξασθενίσει λόγω της χημικής ανισορροπίας στους νευροδιαβιβαστές. Και πως το Prozac(Ladose) και το Paxil(Seroxat) μπορούσαν να αυξήσουν αυτά τα επίπεδα μεταξύ των νευρικών κυττάρων ενισχύοντας αυτά τα σήματα - δυναμώνοντας σαν ένα μεγάφωνο την επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων. Ωστόσο αυτή η θεωρία είχε επικριθεί ευρέως.
Έχει όμως στην πραγματικότητα ξεπεραστεί η υπόθεση της σεροτονίνης σχετικά με τη κατάθλιψη;
Τα αποτελέσματα των τελευταίων ερευνών έχουν επιβεβαιώσει ότι στην πραγματικότητα ο ρόλος της σεροτονίνης παραμένει καθοριστικός για τη διάθεση ακόμα και αν ο μηχανισμός δράσης της είναι περισσότερο εντυπωσιακός από όσο μπορούμε ποτέ να φανταστούμε. Το Prozac το Paxil και το Zoloft πιθανόν να μην είναι τα θαυματουργά φάρμακα που πιστεύαμε στο παρελθόν, μας έχουν βοηθήσει όμως να καταλάβουμε τι είναι η κατάθλιψη και πως μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε.
Η σύγχρονη αντίληψη της σχέσης μεταξύ της κατάθλιψης και των χημικών ουσιών στον εγκέφαλο γεννήθηκε σχεδόν τυχαία στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Το φθινόπωρο του 1951 οι γιατροί του Sea View Hospital του Staten Island οι οποίοι χρησιμοποιούσαν στη θεραπεία ασθενών με φυματίωση ένα νέο φάρμακο, την ιπρονιαζίδη, παρατήρησαν μια ξαφνική αλλαγή στη διάθεση και τη συμπεριφορά των ασθενών τους. Οι θάλαμοι νοσηλείας, συνήθως σκοτεινοί και αθόρυβοι γεμάτοι ασθενείς που έμοιαζαν απαθείς και ετοιμοθάνατοι "ήταν φωτισμένοι από ευτυχισμένα πρόσωπα ανδρών και γυναικών" όπως χαρακτηριστικά έγραψε μια δημοσιογράφος μετά από επίσκεψη της στο νοσοκομείο. Όταν το περιοδικό Life έστειλε ένα φωτογράφο στο νοσοκομείο, στα πλαίσια σχετικής έρευνας, οι ασθενείς δεν ήταν καθηλωμένοι στα κρεβάτια τους αλλά έπαιζαν χαρτιά και χόρευαν στους διαδρόμους. Μερικά εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιότερα οι ασθενείς του νοσοκομείου Dukes ζούσαν μια τελείως αντίθετη εμπειρία. Το 1954 είχε συνταγογραφηθεί σε μια γυναίκα 28 ετών το Rauxidin(Ρεσερπίνη) για τη ρύθμιση της αρτηριακής της πίεσης. Μετά από κάποιους μήνες επέστρεψε στο νοσοκομείο παραπονούμενη ξεσπάσματα κλάματος, νωθρότητα και λήθαργο. Αισθανόταν άχρηστη, απελπισμένη και γεμάτη ενοχές. Μερικούς μήνες αργότερα, εκείνο το αίσθημα κενού είχε μετατραπεί σε επιθετικότητα. Αυτή η αίσθηση δυστυχίας παρέμεινε μέχρι ως ότου οι ασθενείς δεν σταματούσαν να παίρνουν το φάρμακο. Σε ένα άλλο νοσοκομείο μια ασθενής στην οποία χορηγήθηκε το ίδιο φάρμακο αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Πολλά άτομα εισήχθησαν σε ψυχιατρικά τμήματα και νοσοκομεία και υπεβλήθησαν σε ηλεκτροσόκ για να μειώσουν τα συμπτώματα.
Οι ψυχίατροι και οι φαρμακολόγοι έδειξαν ενδιαφέρον για αυτά τα περίεργα περιστατικά. Αναρωτήθηκαν πως είναι δυνατόν δύο φάρμακα φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, να προκαλούν τόσο βαθιές και αντίθετες επιδράσεις στην διάθεση. Ήταν περίπου εκείνη την περίοδο όπου οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι ο εγκέφαλος ήταν "βυθισμένος" σε ένα υγρό χημικών ουσιών. Στις αρχές του αιώνα άρχισαν να αναρωτιούνται πως τα νευρικά κύτταρα επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 60' είχε πλέον αποδειχτεί ότι τα σήματα μεταξύ των νευρώνων μεταφέρονταν μέσω διάφορων χημικών ουσιών συμπεριλαμβανομένου και του νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη. Οι επιστήμονες αναρωτιόνταν αν ήταν δυνατόν η ιπρονιαζίδη και η ρεσερπίνη να αλλοιώνουν τα επίπεδα κάποιου νευροδιαβιβαστή, αλλάζοντας τα σήματα στο εσωτερικό του εγκεφάλου και κατά συνέπεια τη διάθεση. Ήταν αυτό που ακριβώς συνέβαινε. Η ρεσερπίνη που προκαλούσε το αίσθημα θλίψης, μείωνε δραστικά τη συγκέντρωση της σεροτονίνης και άλλων νευροδιαβιβαστών με τους οποίους είναι συνδεδεμένη στενά.
Τα φάρμακα που προκαλούσαν εφορία όπως η ιπρονιαζίδη αντιθέτως προκαλούσαν αύξηση στη συγκέντρωση της σεροτονίνης. Αυτές οι πρώτες ανακαλύψεις οδήγησαν τους ψυχίατρους να διατυπώσουν μια καινούργια υπόθεση για την αιτία και την αντιμετώπιση της κατάθλιψης - ήταν το αποτέλεσμα μιας χημικής ανισσοροπίας των νευροδιαβιβαστών: υπό φυσιολογικές συνθήκες στον εγκέφαλο η σεροτονίνη ταξίδευε μπρος - πίσω μεταξύ των νευρώνων διατηρώντας τη ψυχική διάθεση σε ισορροπία, ενώ αυτό δε συνέβαινε στον εγκέφαλο εκείνων που έπασχαν από κατάθλιψη. Ο συγγραφέας Andrew Solomon χαρακτήρισε τη κατάθλιψη ως "απώλεια αγάπης". Οι γιατροί του νοσοκομείου Duke είχαν παρατηρήσει σε πραγματικό χρόνο την εμφάνιση αυτής της απώλειας στους ασθενείς τους: σταδιακά μειωνόταν η αγάπη για τον ίδιο τους τον εαυτό(ενοχές, ντροπή, τάσεις αυτοκτονίας), η αγάπη για τους άλλους(απόδοση ευθυνών, επιθετικότητα) και τέλος η ίδια η ανάγκη για αγάπη(λήθαργος, εσωστρέφεια, απάθεια). Αλλά σύμφωνα με τους επιστήμονες όλα αυτά αποτελούσαν μόνο τα εξωτερικά συμπτώματα της κακής λειτουργίας των νευροδιαβιβαστών. Η απώλεια αγάπης ήταν η απώλεια χημικών ουσιών.
Η θεωρία αυτή επιβεβαιώθηκε και με την ανακάλυψη νέων ειδικών φαρμάκων που προκαλούσαν αύξηση στη συγκέντρωση της σεροτονίνης. Το πρώτο από αυτά το Zimelidine(Normud) δημιουργήθηκε από ένα Σουηδό ερευνητή τον Arvid Carlsson. Ακολουθώντας το παράδειγμα του η φαρμακολόγοι επικέντρωσαν τις προσπάθειες και χρησιμοποίησαν τους διαθέσιμους πόρους στην έρευνα για φάρμακα που ενισχύουν τη συγκέντρωση σεροτονίνης, και έτσι γεννήθηκαν με γρήγορη διαδοχή όλοι οι νέοι "γίγαντες" στον κόσμο των αντικαταθλιπτικών. Το Prozac δημιουργήθηκε το 1974, το Paxil εμφανίστηκε το 1975 και το Zoloft τo 1977(τα εμπόρικά τους ονόματα δόθηκαν μερικά χρόνια αργότερα).
Για να καταλάβουμε όμως αν η απουσία σεροτονίνης προκαλεί κατάθλιψη πρέπει να ξέρουμε αν στον εγκέφαλο των ατόμων που πάσχουν από αυτήν την ασθένεια, τα επίπεδα της σεροτονίνης ή των μεταβολιτών της σεροτονίνης(που παράγονται από την αποσύνθεση της) είναι στη πραγματικότητα πιο χαμηλά. Το 1975 μια ομάδα παθολόγων πραγματοποίησαν αυτοψίες σε μερικούς καταθλιπτικούς ασθενείς για να κάνουν μετρήσεις. Τα πρώτα συμπεράσματα έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν τη θεωρία: οι καταθλιπτικοί ασθενείς έτειναν να έχουν μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης. Όμως το 1987 μερικοί Σκανδιναβοί ερευνητές επανέλαβαν το πείραμα με νέα εργαλεία μετρήσεων και διαπίστωσαν ότι στους καταθλιπτικούς ασθενείς τα επίπεδα σεροτονίνης ήταν ψηλότερα. Νέα πειράματα δεν έκαναν άλλο από το να επιβεβαιώσουν αυτή την αντίθεση. Σύμφωνα με κάποια test οι καταθλιπτικοί ασθενείς είχαν χαμηλότερα επίπεδα σεροτονίνης, ενω σύμφωνα με άλλα υψηλότερα, για άλλα δεν υπήρχε καμία διαφορά.
Τι θα συνέβαινε όμως αν διεξήγαγαν το αντίστροφο πείραμα;
Το 1994 σε μια ομάδα εθελοντών του πανεπιστημίου McGill στο Μόντρεαλ χορηγήθηκε ένα μείγμα χημικών ουσιών που χαμήλωνε τα επίπεδα της σεροτονίνης. Οι γιατροί παρατήρησαν τις αλλαγές στη διάθεση τους καθώς τα επίπεδα μειώνονταν. Ακόμα και όταν η σεροτονίνη δεν υπήρχε πλέον καθόλου, το μεγαλύτερο μέρος των ατόμων δεν παρουσίαζε σημαντικές αλλαγές στη διάθεση. Με μια πρώτη ματιά αυτές οι μελέτες μας κάνουν να σκεφτούμε ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ σεροτονίνης και κατάθλιψης. Αλλά από το πείραμα McGill προέκυψε ένα σημαντικό γεγονός: η μείωση των επιπέδων της σεροτονίνης δεν παρήγαγε κανένα αποτέλεσμα σε υγιείς εθελοντές που δεν υπέφεραν πότε από κατάθλιψη, ενώ παρήγαγε εντυπωσιακά αποτελέσματα σε άτομα που είχαν οικογενειακό ιστορικό κατάθλιψης. Σε αυτά τα άτομα όταν τα επίπεδα της σεροτονίνης μειώνονταν η διάθεση χειροτέρευε σημαντικά. Μια παλαιότερη έκδοση αυτού του πειράματος, που πραγματοποιήθηκε στο Yale το 1990, είχε αποτελέσματα περισσότερο ανησυχητικά. Όταν οι ασθενείς που έπασχαν από κατάθλιψη και ακουλουθούσαν ήδη θεραπεία με χορήγηση φαρμάκων όπως το Prozac έπαιρναν ένα μείγμα ουσιών που χαμήλωνε τα επίπεδα της σεροτονίνης έπεφταν συχνά σε βαθιά καταθλιψη. Άλλα πειράματα έδειξαν πως αν όχι όλοι οι ασθενείς με κατάθλιψη παρουσίαζαν χαμηλότερα επίπεδα σεροτονίνης, για εκείνους που είχαν τάσεις αυτοκτονίας αυτό ήταν σίγουρο.
Στα τέλη της δεκαετίας του 80' έγιναν κάποιες μελέτες για να επαληθευτούν τα αποτελέσματα του Prozac σε καταθλιπτικά άτομα. Διαπιστώθηκε πως συγκριτικά με placebo το φάρμακο μείωνε τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Συνήθως η διάγνωση της κατάθλιψης γίνετε χρησιμοποιώντας μια τυποποιημένη σκάλα συμπτωμάτων. Συνολικά κάποιοι ασθενείς παρουσίασαν σημαντική βελτίωση από κλινικής απόψεως ακόμα και αν τα αποτελέσματα ήταν συνήθως πολύ μικρά και άλλαζαν από test σε test. Στην πραγματική ζωη ακόμα και αυτές οι μικρές αλλαγές μπορούσαν να είναι πολύ σημαντικές: η μείωση του άγχους, των ενοχών και το τέλος των τάσεων αυτοκτονίας. Για άλλους όμως ασθενείς οι αλλαγές ήταν οριακές.
Ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο που προέκυψε από αυτά τα test ήταν το πιο υποκειμενικό: το 74% των ασθενών δήλωνε ότι αισθανόταν καλύτερα από τη στιγμή έπαιρνε τα αντικαταθλιπτικά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 80', ένας νευρολόγος με το όνομα Fred Cage άρχισε να ενδιαφέρεται για ένα ζήτημα που αρχικά έμοιαζε μακρινό με το πρόβλημα της κατάθλιψης: μπορεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος ενός ενήλικα να παράγει νέα εγκεφαλικά κύτταρα;
Την εποχή εκείνη οι νευροβιολόγοι ήταν πεπεισμένοι ότι στον εγκέφαλο ενός ενήλικα δεν υπήρχε ανάπτυξη και δεν γεννιόντουσαν πια νέα νευρικά κύτταρα, πως όταν τα νευρικά κυκλώματα δημιουργούνταν για μία φορά κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας παρέμεναν σταθερά και αμετάβλητα. Αν όμως οι νέοι νευρώνες αντικαθιστούσαν τους παλιούς,οι αναμνήσεις δεν θα έπρεπε να χαθούν;
Ο Cage και άλλοι επιστήμονες επανεξέτασαν παλιά ευρήματα και ανακάλυψαν ότι στην πραγματικότητα στα ποντίκια, στους αρουραίους και στα ενήλικα ανθρώπινα όντα σχηματίζονται νέοι νευρώνες αλλά μονάχα σε δύο ειδικές περιοχές του εγκεφάλου: στον οσφρητικό βολβό όπου καταγράφονται οι οσμές, και στον ιππόκαμπο το όργανο που ελέγχει τη μνήμη και που είναι λειτουργικά συνδεδεμένο με τις ζώνες του εγκεφάλου που ελέγχουν τα συναισθήματα.
Για να ανακαλύψουν αν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των συναισθημάτων και της γέννησης των νευρώνων στον ιππόκαμπο ο Cage και οι συνεργάτες του άρχισαν να μελετούν τα ποντίκια κάτω από συνθήκες stress. Όταν τα ποντίκια υποβάλλονται σε χρόνιο stress, είτε γιατί το περιβάλλον τους ξαφνικά αλλάζει είτε γιατί τα κρεβάτια τους μετακινούνται, παρουσιάζουν συμπτώματα άγχους ή απάθειας και γίνονται λιγότερο δραστήρια, όλα στοιχεία που ταυτίζονται με την κατάθλιψη στον άνθρωπο. Η ομάδα του Cage ανακάλυψε ότι σε αυτά τα ποντίκια η παραγωγή νευρικών κυττάρων στον ιππόκαμπο μειωνόταν. Φαινόταν επίσης ότι συνέβαινε και το ακριβώς αντίθετο. Όταν τα ποντίκια τοποθετούνταν σε ένα περιβάλλον με περισσότερα ερεθίσματα που συνήθως περιείχε λαβύρινθους, υλικό για την κατασκευή της φωλιάς και για παιχνίδι γίνονταν ενεργητικά και δραστήρια. Εξ ερευνούσαν περισσότερο μάθαιναν γρηγορότερα και έψαχναν την ευχαρίστηση. Τα ερεθίσματα πρακτικά λειτουργούσαν σαν αντικαταθλιπτικά. Όταν ο Cage εξέτασε τον εγκέφαλο αυτών των τρωκτικών που δέχτηκαν περισσότερα ερεθίσματα, συνειδητοποίησε ότι στον ιππόκαμπο γεννιόντουσαν περισσότεροι νευρώνες.
Στο πανεπιστήμιο Columbia ένας άλλος επιστήμονας ο Rene Hen εντυπωσιασμένος από τις μελέτες του Cage μαζί με τους συνεργάτες του άρχισαν να ερευνούν τη σχέση μεταξύ του Prozac και της ανάπτυξης νευρώνων. Στα ποντίκια o σχηματισμός νέων νευρώνων απαιτεί δύο με τρείς εβδομάδες, σχεδόν ο ίδιος χρόνος που χρειάζεται για να αρχίσουν τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα να έχουν αποτελέσματα. Ήταν δυνατόν τα αποτελέσματα του Prozac και του Paxil να συνδέονταν με την ανάπτυξη των νευρώνων και όχι μόνο με τη συγκέντρωση σεροτονίνης;
Ο Hen άρχισε να χορηγεί Prozac στα πειραματόζωα του. Μετά από κάποιες μέρες η συμπεριφορά τους άλλαξε: τα συμπτώματα άγχους μειώθηκαν και τα πειραματόζωα γίνονταν πιο δραστήρια. έψαχναν για τροφή σε διαφορετικά μέρη και υιοθετούσαν αμέσως νέες συμπεριφορές. Οι νέοι νευρώνες εμφανίζονταν στον ιππόκαμπο στο ίδιο σημείο που είχε παρατηρήσει ο Cage στα δικά του πειράματα. Όταν όμως ο Hen μπλόκαρε τη δημιουργία των νευρώνων στον ιππόκαμπο, η τάση των πειραματόζων να είναι πιο δραστήρια εξαφανίστηκε. Με άλλα λόγια τα θετικά αποτελέσματα του φαρμάκου εξαρτώνταν από τη γέννηση νευρικών κυττάρων στον ιππόκαμπο.
Το 2011 ο Hen και οι συνεργάτες επανέλαβαν αυτό το πείραμα αυτή τη φορά σε ομάδα πιθήκων. Στους πιθήκους το χρόνιο stress δημιουργεί συμπτώματα παρόμοια με αυτά της κατάθλιψης στους ανθρώπους. Ακόμα περισσότερο από τα ποντίκια οι πίθηκοι κάτω από stress χάνουν το ενδιαφέρον τους για κάθε ευχαρίστηση και γίνονται απαθείς. Όταν μέτρησε τη δημιουργία των νευρώνων στον ιππόκαμπο αυτών των ζώων, ο Hen διαπίστωσε ότι ήταν μειωμένη. Όταν αντιθέτως χορήγησε στους πιθήκους ένα αντικαταθλιπτικό, διαπίστωσε ότι τα συμπτώματα της κατάθλιψης μειώνονταν και πως οι νευρώνες άρχισαν να δημιουργούνται ξανά. Μπλοκάροντας την ανάπτυξη νευρικών κυττάρων το Prozac δε λειτουργούσε πια.
Τα αποτελέσματα των πειραμάτων του Hen έχουν σημαντικές επιπτώσεις για τη ψυχιατρική και τη ψυχολογία. Τα αντικαταθλιπτικά όπως το Prozac και το Zoloft, σύμφωνα με τον Hen μπορούν να ανεβάσουν προσωρινά τα επίπεδα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο αλλά η δράση τους είναι ορατή μόνο όταν γεννιούνται νέοι νευρώνες.
Η κατάθλιψη είναι μια πολύπλοκη ασθένεια που μπορεί να έχει διαφορετικές μορφές και αιτίες. Όπως αποδεικνύουν οι κλινικές μελέτες, μόνο ένα μέρος των ασθενών που πάσχουν από βαριά κατάθλιψη ανταποκρίνεται στη θεραπεία με αντικαταθλιπτικά που ενισχύουν τη συγκέντρωση της σεροτονίνης. Οι διαφορετικές αντιδράσεις στα φάρμακα μπορούν επίσης να οφείλονται σε διαφορές στα βιολογικά "μονοπάτια". Σε κάποια άτομα θα μπορούσαν να εμπλέκονται και διαφορετικοί νευροδιαβιβαστές από τη σεροτονίνη. Σε άλλους οι μεταβολές στον εγκέφαλο θα μπορούσαν να προκληθούν από βιολογικούς παράγοντες διαφορετικούς από τους νευροδιαβιβαστές. Και τέλος σε κάποιους οι χημικοί και βιολογικοί παράγοντες θα μπορούσαν να μην είναι αναγνωρίσιμοι. Για παράδειγμα η κατάθλιψη που σχετίζεται με τη νόσο του Parkinson μοιάζει να έχει ελάχιστη σχέση με τη σεροτονίνη. Η επιλόχειος κατάθλιψη είναι ένα τόσο ιδιαίτερο σύνδρομο έτσι ώστε είναι δύσκολο να φανταστούμε πως οι νευροδιαβιβαστές ή η γέννηση νευρώνων στον ιππόκαμπο μπορούν να διαδραματίσουν τον καθοριστικό ρόλο σε αυτό. Οι νέες θεωρίες δεν εξηγούν επίσης για πιο λόγο η ψυχοθεραπεία λειτουργεί με κάποιους ασθενείς και όχι με άλλους, και γιατί μιλώντας με έναν θεραπευτή και λαμβάνοντας παράλληλα αντικαταθλιπτικά μπορεί να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα.
Για να μελετήσουμε το άγνωστο σύμπαν της ψυχικής διάθεσης και των συναισθημάτων τα μέσα που διαθέτουμε είναι λίγα. Μπορούμε μονάχα να συνδυάζουμε χημικές ουσίες και να ενεργοποιούμε ηλεκτρικά κυκλώματα, ελπίζοντας έμμεσα να κατανοήσουμε τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου μέσα από τα σχετικά αποτελέσματα. Με τη πάροδο του χρόνου, αυτές οι νέες θεωρίες για τη κατάθλιψη πολύ πιθανόν μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία νέων αντικαταθλιπτικών. Αυτά τα φάρμακα θα κάνουν το Prozac και το Paxil, να μοιάζουν ξεπερασμένα. Τα σημερινά αντικαταθλιπτικά δεν πρέπει να θεωρούνται κατάκτηση της ιατρικής αλλά τεχνολογικές ανακαλύψεις, και είναι αυτές οι τεχνολογικές ανακαλύψεις που μας επέτρεψαν να ξεκινήσουμε να κατανοούμε κάτι για τον εγκέφαλο μας και τη βιολογία αυτής της μυστηριώδης ασθένειας που προσβάλει τον άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου